σταθμός?
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사: stathmos
고전 발음: [스땃모스]
신약 발음: [스땃모스]
기본형:
σταθμός
σταθμοῦ
형태분석:
σταθμ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 거처, 거주, 집, 거주지, 주소
- 저울, 균형
- 무게, 추, 비중, 부담, 슬픔
- a standing place, a stye, a dwelling, abode
- quarters, lodgings
- stations, a day's journey, day's march
- an upright post, the bearing pillar, a door-post
- the balance
- weight, in weight, in or by weight, weights
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- προσάξει αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πρὸς τὸ κριτήριον τοῦ Θεοῦ καὶ τότε προσάξει αὐτὸν ἐπὶ τὴν θύραν ἐπὶ τὸν σταθμόν, καὶ τρυπήσει ὁ κύριος αὐτοῦ τὸ οὖς τῷ ὀπητίῳ, καὶ δουλεύσει αὐτῷ εἰς τὸν αἰῶνα. (Septuagint, Liber Exodus 21:6)
(70인역 성경, 탈출기 21:6)
- καὶ ἔλαβεν Ἰωδαὲ ὁ ἱερεὺς κιβωτὸν μίαν καὶ ἔτρησε τρώγλην ἐπὶ τῆς σανίδος αὐτῆς καὶ ἔδωκεν αὐτὴν παρὰ ἀμμαζειβὶ ἐν τῷ οἴκῳ ἀνδρὸς οἴκου Κυρίου, καὶ ἔδωκαν οἱ ἱερεῖς οἱ φυλάσσοντες τὸν σταθμὸν πᾶν τὸ ἀργύριον τὸ εὑρεθὲν ἐν οἴκῳ Κυρίου. (Septuagint, Liber II Regum 12:10)
(70인역 성경, 열왕기 하권 12:10)
- ἀνάβηθι πρὸς Χελκίαν τὸν ἱερέα τὸν μέγαν καὶ σφράγισον τὸ ἀργύριον τὸ εἰσενεχθὲν ἐν οἴκῳ Κυρίου, ὃ συνήγαγον οἱ φυλάσσοντες τὸν σταθμὸν παρὰ τοῦ λαοῦ, (Septuagint, Liber II Regum 22:4)
(70인역 성경, 열왕기 하권 22:4)
- καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ Χελκίᾳ τῷ ἱερεῖ τῷ μεγάλῳ καὶ τοῖς ἱερεῦσι τῆς δευτερώσεως καὶ τοῖς φυλάσσουσιν τὸν σταθμὸν τοῦ ἐξαγαγεῖν ἐκ τοῦ ναοῦ Κυρίου πάντα τὰ σκεύη τὰ πεποιημένα τῷ Βάαλ καὶ τῷ ἄλσει καὶ πάσῃ τῇ δυνάμει τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέκαυσεν αὐτὰ ἔξω Ἱερουσαλὴμ ἐν σαδημὼθ Κέδρων καὶ ἔβαλε τὸν χοῦν αὐτῶν εἰς Βαιθήλ. (Septuagint, Liber II Regum 23:4)
(70인역 성경, 열왕기 하권 23:4)
- καὶ ἔλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος τὸν Σαραίαν ἱερέα τὸν πρῶτον καὶ τὸν Σοφονίαν υἱὸν τῆς δευτερώσεως καὶ τοὺς τρεῖς τοὺς φυλάσσοντας τὸν σταθμὸν (Septuagint, Liber II Regum 25:18)
(70인역 성경, 열왕기 하권 25:18)
유의어
-
거처
- κατοικητήριον (거처, 건물, 주소)
- ἕδος (자리, 사원, 신전)
- δίαιτα (거처, 거주, 집)
- μονή (거처, 거주, 집)
- θεράπνη (거처, 거주, 집)
-
quarters
-
stations
-
저울
-
무게
- μνα (무게, 추, 비중)
- ὄγκος (곤란, 무게, 문제)
- βαρύτης (무게, 체중, 추)
- ἀχθηδών (부담, 무게, 짐)
- σήκωμα (무게, 추, 비중)
- μολυβδίς (a leaden weight)