πτερόν
Second declension Noun; Neuter
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πτερόν
πτεροῦ
Structure:
πτερ
(Stem)
+
ον
(Ending)
Sense
- feather
- wing
- Any winged creature
- Any wing-like object
Declension
Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τὸ δὲ τοῦ Ἀρχιλόχου ἐκεῖνο ἤδη σοι λέγω, ὅτι τέττιγα τοῦ πτεροῦ συνείληφασ, εἴπερ τινὰ ποιητὴν ἰάμβων ἀκούεισ Ἀρχίλοχον, Πάριον τὸ γένοσ, ἄνδρα κομιδῇ ἐλεύθερον καὶ παρρησίᾳ συνόντα, μηδὲν ὀκνοῦντα ὀνειδίζειν, εἰ καὶ ὅτι μάλιστα λυπήσειν ἔμελλε τοὺσ περιπετεῖσ ἐσομένουσ τῇ χολῇ τῶν ἰάμβων αὐτοῦ. (Lucian, Pseudologista, (no name) 1:4)
- ἐκεῖνοσ τοίνυν πρόσ τινοσ τῶν τοιούτων ἀκούσασ κακῶσ τέττιγα ἔφη τὸν ἄνδρα εἰληφέναι τοῦ πτεροῦ, εἰκάζων ἑαυτὸν τῷ τέττιγι ὁ Ἀρχίλοχοσ φύσει μὲν λάλῳ ὄντι καὶ ἄνευ τινὸσ ἀνάγκησ, ὁπόταν δὲ καὶ τοῦ πτεροῦ ληφθῇ, γεγωνότερον βοῶντι. (Lucian, Pseudologista, (no name) 1:5)
- ᾖδον δ’ ὑπὸ φιλορνιθίασ πάντεσ μέλη, ὅπου χελιδὼν ἦν τισ ἐμπεποιημένη ἢ πηνέλοψ ἢ χήν τισ ἢ περιστερὰ ἢ πτέρυγεσ, ἢ πτεροῦ τι καὶ σμικρὸν προσῆν. (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene, antistrophe 117)
- "πῶσ ποτε ἐν τῷ Φαίδρῳ λέγεται τὸ τὴν τοῦ πτεροῦ φύσιν, ὑφ’ ἧσ ἄνω τὸ ἐμβριθὲσ ἀνάγεται, κεκοινωνηκέναι μάλιστα τῶν περὶ τὸ σῶμα τοῦ θείου; (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 6, section 11)
- ὦ δαιμόνιε μὴ νουθέτει μ’ ἀλλὰ πτέρου. (Aristophanes, Birds, Episode, lyric 1:1)
Synonyms
-
feather
-
wing
-
Any winged creature