- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτερόν?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: pteron 고전 발음: [떼론] 신약 발음: [때론]

기본형: πτερόν πτεροῦ

형태분석: πτερ (어간) + ον (어미)

어원: πτέσθαι

  1. 깃털, 털
  2. 날개, 날갯죽지
  1. feather
  2. wing
  3. Any winged creature
  4. Any wing-like object

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πτερόν

깃털이

πτερώ

깃털들이

πτερά

깃털들이

속격 πτεροῦ

깃털의

πτεροῖν

깃털들의

πτερῶν

깃털들의

여격 πτερῷ

깃털에게

πτεροῖν

깃털들에게

πτεροῖς

깃털들에게

대격 πτερόν

깃털을

πτερώ

깃털들을

πτερά

깃털들을

호격 πτερόν

깃털아

πτερώ

깃털들아

πτερά

깃털들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥστε ἔγωγε πυθόμενος ὡς ἐπὶ τοιαύτῃ θέᾳ σχολάζοις, οὐκ ᾐδέσθην μόνον ὑπὲρ σοῦ ἀλλὰ καὶ ἠνιάθην εἰ Πλάτωνος καὶ Χρυσίππου καὶ Ἀριστοτέλους ἐκλαθόμενος κάθησαι τὸ ὅμοιον πεπονθὼς τοῖς τὰ ὦτα πτερῷ κνωμένοις, καὶ ταῦτα μυρίων ἄλλων ὄντων ἀκουσμάτων καὶ θεαμάτων σπουδαίων, εἰ τούτων τις δέοιτο, τῶν κυκλίων αὐλητῶν καὶ τῶν κιθάρᾳ τὰ ἔννομα προσᾳδόντων, καὶ μάλιστα τῆς σεμνῆς τραγῳδίας καὶ τῆς φαιδροτάτης κωμῳδίας, ἅπερ καὶ ἐναγώνια εἶναι ἠξίωται. (Lucian, De saltatione, (no name) 2:2)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 2:2)

  • ἔνεγκε δεῦρο τὼ πτερὼ τὼ κ τοῦ κράνους. (Aristophanes, Acharnians, Episode 1:11)

    (아리스토파네스, Acharnians, Episode 1:11)

  • εἰ δὲ μὴ ν ξένῃ γαίᾳ πόδ εἶχον, τῷδ ἂν εὐστόχῳ πτερῷ ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἂν Διὸς κόρης. (Euripides, Helen, episode 5:7)

    (에우리피데스, Helen, episode 5:7)

  • αἰὼν δυσαίων τις ἔλαχεν ἔλαχεν, ὅτε ς ἐτέκετο ματρόθεν χιονόχρως κύκνου πτερῷ Ζεὺς πρέπων δι αἰθέρος: (Euripides, Helen, choral, antistrophe 23)

    (에우리피데스, Helen, choral, antistrophe 23)

  • πτερὼ μὲν οὖν, οἷσί σε ποιήσω τήμερον βεμβικιᾶν. (Aristophanes, Birds, Episode, lyric 1:28)

    (아리스토파네스, Birds, Episode, lyric 1:28)

  • Ἀτθίδας δ ἄγων ἑξήκοντα ναῦς ὁ Θησέως παῖς ἑξῆς ἐναυλόχει, θεὰν Παλλάδ ἐν μωνύχοις ἔχων πτερω- τοῖσιν ἁρ´μασιν θετόν, εὔσημόν γε φάσμα ναυβάταις. (Euripides, Iphigenia in Aulis, choral, antistrophe 23)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, choral, antistrophe 23)

유의어

  1. 깃털

  2. 날개

  3. Any winged creature

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION