헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φυτόν

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φυτόν φυτοῦ

형태분석: φυτ (어간) + ον (어미)

어원: fu/w

  1. 나무, 식물, 독미나리
  2. 생물, 창조물
  3. 아이, 자식, 어린이
  1. plant, tree
  2. creature
  3. child, descendant

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 φυτόν

나무가

φυτώ

나무들이

φυτά

나무들이

속격 φυτοῦ

나무의

φυτοῖν

나무들의

φυτῶν

나무들의

여격 φυτῷ

나무에게

φυτοῖν

나무들에게

φυτοῖς

나무들에게

대격 φυτόν

나무를

φυτώ

나무들을

φυτά

나무들을

호격 φυτόν

나무야

φυτώ

나무들아

φυτά

나무들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐκοιμήθη καὶ ὕπνωσεν ἐκεῖ ὑπὸ φυτόν, καὶ ἰδού τισ ἥψατο αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ. ἀνάστηθι καὶ φάγε. (Septuagint, Liber I Regum 19:5)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 19:5)

  • εἰ δὲ καί τισ ὑλοτόμοσ τέκνων εὐκίνητον φυτὸν ἐκπρίσασ περιέξυσεν εὐμαθῶσ πάντα τὸν φλοιὸν αὐτοῦ καὶ τεχνησάμενοσ εὐπρεπῶσ κατεσκεύασε χρήσιμον σκεῦοσ εἰσ ὑπηρεσίαν ζωῆσ, (Septuagint, Liber Sapientiae 13:11)

    (70인역 성경, 지혜서 13:11)

  • ἐπαγωγὴ ὑπερηφάνου οὐκ ἔστιν ἴασισ, φυτὸν γὰρ πονηρίασ ἐρρίζωκεν ἐν αὐτῷ. (Septuagint, Liber Sirach 3:27)

    (70인역 성경, Liber Sirach 3:27)

  • καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ σπέρματοσ τῆσ γῆσ καὶ ἔδωκεν αὐτὸ εἰσ τὸ πεδίον φυτὸν ἐφ̓ ὕδατι πολλῷ, ἐπιβλεπόμενον ἔταξεν αὐτό. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 17:5)

    (70인역 성경, 에제키엘서 17:5)

  • καὶ ἀναστήσω αὐτοῖσ φυτὸν εἰρήνησ, καὶ οὐκέτι ἔσονται ἀπολλύμενοι λιμῷ ἐπὶ τῆσ γῆσ καὶ ὀνειδισμὸν ἐθνῶν οὐ μὴ ἐνέγκωσιν ἔτι. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 34:29)

    (70인역 성경, 에제키엘서 34:29)

유의어

  1. 나무

  2. 생물

  3. 아이

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION