- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φύτευμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: phyteuma 고전 발음: [퓌떼] 신약 발음: [퓌떼]

기본형: φύτευμα φύτευματος

형태분석: φυτευματ (어간)

어원: from φυτεύω

  1. 식물, 독미나리
  1. a plant

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 φύτευμα

식물이

φυτεύματε

식물들이

φυτεύματα

식물들이

속격 φυτεύματος

식물의

φυτευμάτοιν

식물들의

φυτευμάτων

식물들의

여격 φυτεύματι

식물에게

φυτευμάτοιν

식물들에게

φυτεύμασι(ν)

식물들에게

대격 φύτευμα

식물을

φυτεύματε

식물들을

φυτεύματα

식물들을

호격 φύτευμα

식물아

φυτεύματε

식물들아

φυτεύματα

식물들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διότι κατέλιπες τὸν Θεὸν τὸν σωτῆρά σου καὶ Κυρίου τοῦ βοηθοῦ σου οὐκ ἐμνήσθης. διὰ τοῦτο φυτεύσεις φύτευμα ἄπιστον καὶ σπέρμα ἄπιστον. (Septuagint, Liber Isaiae 17:10)

    (70인역 성경, 이사야서 17:10)

  • καὶ ὁ λαός σου πᾶς δίκαιος, δἰ αἰῶνος κληρονομήσουσι τὴν γῆν, φυλάσσων τὸ φύτευμα, ἔργα χειρῶν αὐτοῦ εἰς δόξαν. (Septuagint, Liber Isaiae 60:21)

    (70인역 성경, 이사야서 60:21)

  • δοθῆναι τοῖς πενθοῦσι Σιὼν δόξαν ἀντὶ σποδοῦ, ἄλειμμα εὐφροσύνης τοῖς πενθοῦσι, καταστολὴν δόξης ἀντὶ πνεύματος ἀκηδίας. καὶ κληθήσονται γενεαὶ δικαιοσύνης, φύτευμα Κυρίου εἰς δόξαν. (Septuagint, Liber Isaiae 61:3)

    (70인역 성경, 이사야서 61:3)

  • ἄγαλμα δὲ οὐκ ἔστιν οὐδὲ ἀνάθημα τὸ παράπαν οὐδὲ φύτευμα παντελῶς οὐδὲν οἱο῀ν ἀλσῶδες ἤ τι τοιοῦτον. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 221:1)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 221:1)

  • πιστὰ φρονέων Διὸς αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις στέφανόν τ ἀρετᾶν. (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 3 7:1)

    (핀다르, Odes, olympian odes, olympian 3 7:1)

유의어

  1. 식물

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION