- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτέρωμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: pterōma 고전 발음: [떼로:마] 신약 발음: [때로마]

기본형: πτέρωμα πτέρωματος

형태분석: πτερωματ (어간)

어원: πτερόω

  1. 깃털, 우모
  1. that which is feathered, a feathered arrow
  2. plumage

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τούτοις δὴ τρέφεταί τε καὶ αὔξεται μάλιστά γε τὸ τῆς ψυχῆς πτέρωμα, αἰσχρῷ δὲ καὶ κακῷ καὶ τοῖς ἐναντίοις φθίνει τε καὶ διόλλυται. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 137:1)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 137:1)

  • κατὰ γὰρ τὴν ἐαρινὴν ὡρ´αν παρ αὐτοῖς ζέφυροι καὶ λίβες παμμεγέθεις ἐκριπτοῦσιν ἐκ τῆς ἐρήμου πλῆθος ἀκρίδων ἀμύθητον, τοῖς τε μεγέθεσι διαλλάττον καὶ τῇ χρόᾳ τοῦ πτερώματος εἰδεχθὲς καὶ ῥυπαρόν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 29 1:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 29 1:2)

  • ἡ μὲν οὖν Τάττα ἁλοπήγιόν ἐστιν αὐτοφυές, οὕτω δὲ περιπήττεται ῥᾳδίως τὸ ὕδωρ παντὶ τῷ βαπτισθέντι εἰς αὐτὸ ὥστε στεφάνους ἁλῶν ἀνέλκουσιν, ἐπειδὰν καθῶσι κύκλον σχοίνινον, τά τε ὄρνεα ἁλίσκεται τὰ προσαψάμενα τῷ πτερώματι τοῦ ὕδατος παραχρῆμα πίπτοντα διὰ τὴν περίπηξιν τῶν ἁλῶν. (Strabo, Geography, Book 12, chapter 5 5:2)

    (스트라본, 지리학, Book 12, chapter 5 5:2)

유의어

  1. that which is feathered

  2. 깃털

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION