Ancient Greek-English Dictionary Language

προσβλέπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προσβλέπω προσβλέψομαι

Structure: προς (Prefix) + βλέπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to look at or upon
  2. to regard

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσβλέπω προσβλέπεις προσβλέπει
Dual προσβλέπετον προσβλέπετον
Plural προσβλέπομεν προσβλέπετε προσβλέπουσιν*
SubjunctiveSingular προσβλέπω προσβλέπῃς προσβλέπῃ
Dual προσβλέπητον προσβλέπητον
Plural προσβλέπωμεν προσβλέπητε προσβλέπωσιν*
OptativeSingular προσβλέποιμι προσβλέποις προσβλέποι
Dual προσβλέποιτον προσβλεποίτην
Plural προσβλέποιμεν προσβλέποιτε προσβλέποιεν
ImperativeSingular προσβλέπε προσβλεπέτω
Dual προσβλέπετον προσβλεπέτων
Plural προσβλέπετε προσβλεπόντων, προσβλεπέτωσαν
Infinitive προσβλέπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσβλεπων προσβλεποντος προσβλεπουσα προσβλεπουσης προσβλεπον προσβλεποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσβλέπομαι προσβλέπει, προσβλέπῃ προσβλέπεται
Dual προσβλέπεσθον προσβλέπεσθον
Plural προσβλεπόμεθα προσβλέπεσθε προσβλέπονται
SubjunctiveSingular προσβλέπωμαι προσβλέπῃ προσβλέπηται
Dual προσβλέπησθον προσβλέπησθον
Plural προσβλεπώμεθα προσβλέπησθε προσβλέπωνται
OptativeSingular προσβλεποίμην προσβλέποιο προσβλέποιτο
Dual προσβλέποισθον προσβλεποίσθην
Plural προσβλεποίμεθα προσβλέποισθε προσβλέποιντο
ImperativeSingular προσβλέπου προσβλεπέσθω
Dual προσβλέπεσθον προσβλεπέσθων
Plural προσβλέπεσθε προσβλεπέσθων, προσβλεπέσθωσαν
Infinitive προσβλέπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσβλεπομενος προσβλεπομενου προσβλεπομενη προσβλεπομενης προσβλεπομενον προσβλεπομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐνίουσ δὲ αὐτῶν καὶ ἐγνωρίσαμεν ἰδόντεσ, ὁπόσοι ἦσαν τῶν ἔναγχοσ τετελευτηκότων οἱ δὲ ἐνεκαλύπτοντό τε καὶ ἀπεστρέφοντο, εἰ δὲ καὶ προσβλέποιεν, μάλα δουλοπρεπέσ τι καὶ κολακευτικόν, καὶ ταῦτα πῶσ οἰεί βαρεῖσ ὄντεσ καὶ ὑπερόπται παρὰ τὸν βίον; (Lucian, Necyomantia, (no name) 14:4)

Synonyms

  1. to look at or upon

  2. to regard

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION