Ancient Greek-English Dictionary Language

περιλαμβάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περιλαμβάνω περιλήψομαι περιέλαβον

Structure: περι (Prefix) + λαμβάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to seize around, embrace
  2. to encompass or surround, to intercept, to intercept, you get hold of, catch, to be caught
  3. to comprehend, include

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιλαμβάνω περιλαμβάνεις περιλαμβάνει
Dual περιλαμβάνετον περιλαμβάνετον
Plural περιλαμβάνομεν περιλαμβάνετε περιλαμβάνουσιν*
SubjunctiveSingular περιλαμβάνω περιλαμβάνῃς περιλαμβάνῃ
Dual περιλαμβάνητον περιλαμβάνητον
Plural περιλαμβάνωμεν περιλαμβάνητε περιλαμβάνωσιν*
OptativeSingular περιλαμβάνοιμι περιλαμβάνοις περιλαμβάνοι
Dual περιλαμβάνοιτον περιλαμβανοίτην
Plural περιλαμβάνοιμεν περιλαμβάνοιτε περιλαμβάνοιεν
ImperativeSingular περιλάμβανε περιλαμβανέτω
Dual περιλαμβάνετον περιλαμβανέτων
Plural περιλαμβάνετε περιλαμβανόντων, περιλαμβανέτωσαν
Infinitive περιλαμβάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιλαμβανων περιλαμβανοντος περιλαμβανουσα περιλαμβανουσης περιλαμβανον περιλαμβανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιλαμβάνομαι περιλαμβάνει, περιλαμβάνῃ περιλαμβάνεται
Dual περιλαμβάνεσθον περιλαμβάνεσθον
Plural περιλαμβανόμεθα περιλαμβάνεσθε περιλαμβάνονται
SubjunctiveSingular περιλαμβάνωμαι περιλαμβάνῃ περιλαμβάνηται
Dual περιλαμβάνησθον περιλαμβάνησθον
Plural περιλαμβανώμεθα περιλαμβάνησθε περιλαμβάνωνται
OptativeSingular περιλαμβανοίμην περιλαμβάνοιο περιλαμβάνοιτο
Dual περιλαμβάνοισθον περιλαμβανοίσθην
Plural περιλαμβανοίμεθα περιλαμβάνοισθε περιλαμβάνοιντο
ImperativeSingular περιλαμβάνου περιλαμβανέσθω
Dual περιλαμβάνεσθον περιλαμβανέσθων
Plural περιλαμβάνεσθε περιλαμβανέσθων, περιλαμβανέσθωσαν
Infinitive περιλαμβάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιλαμβανομενος περιλαμβανομενου περιλαμβανομενη περιλαμβανομενης περιλαμβανομενον περιλαμβανομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἔτη γὰρ ἑπτὰ καὶ εἴκοσιν περιειληφότοσ τοῦ πολέμου, πάντα τὸν χρόνον τοῦτον ἑώσ τῆσ καταλύσεωσ αὐτοῦ βιώσασ, μέχρι τοῦ δευτέρου καὶ εἰκοστοῦ κατεβίβασεν ἔτουσ τὴν ἱστορίαν, τῇ περὶ Κυνὸσ σῆμα ναυμαχίᾳ τὴν ὀγδόην βύβλον παρεκτείνασ, καὶ ταῦτα προειρηκὼσ ἐν τῷ προοιμίῳ πάντα περιλήψεσθαι τὰ πραχθέντα κατὰ τόνδε τὸν πόλεμον· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 123)
  • τοῖσ δὲ ἐδόκει τὰ λεγόμενα τῆσ τε ἄλλησ ἀπορίασ οὕνεκα καὶ ἐλπίδι μάλιστα τοῦ περιλήψεσθαι τοσόνδε στρατὸν πολεμίων. (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 13 2:5)
  • ἐπεὶ δὲ ἐν ὀλίγαισ βίβλοισ ἐπηγγειλάμεθα μὴ μόνον τὰσ πράξεισ ἐφ’ ὅσον ἂν δυνώμεθα γράψειν, ἀλλὰ καὶ περιλήψεσθαι χρόνον πλείονα τῶν χιλίων καὶ ἑκατὸν ἐτῶν, ἀναγκαῖόν ἐστι τὸν πολὺν λόγον τῶν προοιμίων παραπέμψαντασ ἐπ’ αὐτὰσ ἔρχεσθαι τὰσ πράξεισ, τοῦτο μόνον προειπόντασ, ὅτι κατὰ μὲν τὰσ προηγουμένασ ἓξ βίβλουσ ἀνεγράψαμεν τὰσ ἀπὸ τῶν Τρωικῶν πράξεισ ἑώσ εἰσ τὸν ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ψηφισθέντα πόλεμον ἐπὶ Συρακοσίουσ, εἰσ ὃν ἀπὸ Τροίασ ἁλώσεωσ ἐστὶν ἔτη ἑπτακόσια ἑξήκοντα ὀκτώ· (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 1 3:1)

Synonyms

  1. to seize around

  2. to comprehend

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION