περιέρχομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
περιέρχομαι
형태분석:
περι
(접두사)
+
έ̓ρχ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- 돌다, 둘러가다, 돌아다니다
- 둘러싸다, 포위하다, 에워싸다, 봉쇄하다
- to go round, go about, to go about, to go about, to go round
- to come round, encompass, came
- to go round and return, come round, ended, came at last upon
- to come round
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὅτι τοὺσ ἀξίουσ αὐτῆσ αὕτη περιέρχεται ζητοῦσα καὶ ἐν ταῖσ τρίβοισ φαντάζεται αὐτοῖσ εὐμενῶσ καὶ ἐν πάσῃ ἐπινοίᾳ ὑπαντᾷ αὐτοῖσ. (Septuagint, Liber Sapientiae 6:16)
(70인역 성경, 지혜서 6:16)
- τὸ δὲ ἐνεχθὲν εὖ μάλα ἐντόνωσ καὶ διακόψαν ἄχρι τοῦ διελθεῖν μένει τε καὶ πολὺ τοῦ φαρμάκου ἀφίησιν, ὃ δὴ σκιδνάμενον ὅλην ἐν κύκλῳ τὴν ψυχὴν περιέρχεται. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 37:4)
(루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 37:4)
- ὅπου γ’ οὕτω καλῶσ καὶ δικαίωσ τῆσ ἀποφάσεωσ τῆσ κατὰ τούτου καὶ τῶν ἄλλων νυνὶ γεγενημένησ, καὶ τῆσ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλῆσ οὔτε τὴν Δημοσθένουσ οὔτε τὴν Δημάδου δύναμιν ὑποστειλαμένησ, ἀλλὰ τὸ δίκαιον αὐτὸ καὶ τἀληθὲσ προὐργιαίτερον πεποιημένησ, οὐδὲν ἧττον περιέρχεται Δημοσθένησ περί τε τῆσ βουλῆσ βλασφημῶν καὶ περὶ ἑαυτοῦ λέγων οἷσπερ ἴσωσ καὶ πρὸσ ὑμᾶσ αὐτίκα χρήσεται λόγοισ ἐξαπατῶν ὑμᾶσ, ὡσ "ἐγὼ Θηβαίουσ ὑμῖν ἐποίησα συμμάχουσ. (Dinarchus, Speeches, 14:2)
(디나르코스, 연설, 14:2)
- οὐχ ὁρᾷσ ὅτι ὁ μὲν Λέαγροσ, Γλαύκωνασ ὢν μεγάλου γένουσ, ἀβελτεροκόκκυξ ἠλίθιοσ περιέρχεται σικυοῦ πέπονοσ εὐνουχίου κνήμασ ἔχων; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 786)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 786)
- "καὶ τυχὼν ἧκεν εἰσ Κρότωνα, βουλομένου τε αὐτόθι καταμένειν, ἐπιλαβομένου τινὸσ τῶν Περσῶν καὶ λέγοντοσ ὅτι βασιλέωσ εἰή δοῦλοσ, ἐκεῖνον μὲν ἀφείλαντο οἱ Κροτωνιᾶται, ἐκδύσαντεσ δὲ τὴν στολὴν τοῦ Πέρσου ἐνέδυσαν τὸν ὑπηρέτην τοῦ πρυτανεύοντοσ, ἐξ οὗ δὴ Περσικὴν ἔχων στολὴν περιέρχεται ταῖσ ἑβδόμαισ τοὺσ βωμοὺσ μετὰ τοῦ πρυτάνεωσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:14)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:14)
유의어
-
돌다
- περιστείχω (to go round about)
- περιφέρω (to carry round, carry about)
- ἀμφιθέω (to run round about)
- περιστένω (to sound round about)
- περιίζομαι (to sit round about)
- περιφύομαι (to grow round about)
- περιτιταίνω (to stretch round about)
- περιφυτεύω (to plant round about)
- περιπολέω (to go round or about, wander about)
- περιέλκω (to drag round, drag about)
- ἀμφιδέρκομαι (to look round about one)
- μεταστρέφω (돌다, 회전하다)
- ἐργασείω (하려 하다, 운명지어지다)
- περιπίμπρημι (to set on fire round about;)
- περιάγω (원을 그리며 돌다, 회전하다)
- ἐπιστρέφω (원을 그리며 돌다, 회전하다)
- τροχηλατέω (to drive a chariot: to drive about, drive round and round)
- ἀμφιέπω (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- περιπέλομαι (to move round, be round about, are about)
- κυκλόω (돌다, 둘러가다)
- συμπερίειμι (같이 나르다, 이끌다)
- περικυκλόω (돌다, 둘러가다)
- περιάγω (돌다, 둘러가다)
- περιχωρέω (돌다, 둘러가다)
- περιπλανάομαι (to wander about, to float round about)
- περισοβέω (to chase about, to push round)
- περιβάλλω (~에 대해 말하지 않다, 침묵을 유지하다, 조사하다)
- περιναιετάω (to dwell round about or in the neighbourhood)
-
둘러싸다
-
to go round and return
-
to come round
- περίειμι (to come round to)
- περιβαίνω (to come round)
- περινίσσομαι (to come round)
- περιίστημι (마주치다, 입장하다, 우연히 만나다)
- περιήκω (to have come round)
- περιχωρέω (to come round to, come to in succession)
- περιτέλλομαι (돌다, 둘러가다, 돌아다니다)
- ἐπικυκλέω (to come round in turn upon)
- ἀμφέρχομαι (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- παραβάλλω (to come n)
- ἵκω (도착하다, 도달하다)
- ἀφικνέομαι (오다, 되다)
- σύνειμι (들어오다, 참여하다)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ἱκνέομαι (오다, 되다)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- ἀγρέω (오다, 되다, 어마어마하게 몰려오다)
- ἀμείβω (comes on)
- βάσκω (가다, 오다, 나아가다)
- βλώσκω (가다, 오다, 나아가다)
- ἔξειμι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐξικνέομαι (도착하다, 도달하다)
- εἰσαφικάνω (도착하다, 도달하다)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐκπίπτω (나오다, 나다)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἑρπύζω (가다, 오다, 나아가다)
- συμπερίειμι (같이 나르다, 이끌다)
- κυκλόω (돌다, 둘러가다)
- περιχωρέω (돌다, 둘러가다)
- περιάγω (돌다, 둘러가다)
- περικυκλόω (돌다, 둘러가다)
- περιορμίζω (to bring round, to anchor, to come to anchor)
파생어
- ἀμφέρχομαι (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ἀνέρχομαι (오르다, 세워지다, 올라가다)
- ἀπέρχομαι (떠나다, 은퇴하다, 퇴직하다)
- διέρχομαι (통과하다, 겪다, 통하다)
- εἰσέρχομαι (들어가다, 입장하다, 침입하다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐπέρχομαι (마주치다, 입장하다, 우연히 만나다)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- κατέρχομαι (되돌아가다, 반환하다, 다녀오다)
- μετέρχομαι (뒤따르다, 따르다, 따라가다)
- παρεξέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 위반하다)
- προαπέρχομαι (to go away before)
- προέρχομαι (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προσέρχομαι (항복하다, 포기하다, 배반하다)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- συνέρχομαι (모으다, 짜다, 집합시키다)
- ὑπεισέρχομαι (마음 속으로 들어가다)
- ὑπεξέρχομαι (철수하다, 물러나다, 철수시키다)
- ὑπερέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 우수하다)