περιπολέω?
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: peripoleō
고전 발음: [뻬리뽈레오:]
신약 발음: [빼리뽈래오]
기본형:
περιπολέω
περιπολήσω
형태분석:
περι
(접두사)
+
πολέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 횡단하다, 가로지르다, 여행하다
- to go round or about, wander about
- to traverse, to prowl about
- to patrol
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- αὐτίκα γέ τοι ὁ μὲν Ἥλιος οὑτοσὶ ζευξάμενος τὸ ἁρ´μα πανήμερος τὸν οὐρανὸν περιπολεῖ πῦρ ἐνδεδυκὼς καὶ τῶν ἀκτίνων ἀποστίλβων, οὐδ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς, φασί, σχολὴν ἄγων ἢν γάρ τι κἂν ὀλίγον ἐπιρρᾳθυμήσας λάθῃ, ἀφηνιάσαντες οἱ ἵπποι καὶ τῆς ὁδοῦ παρατραπόμενοι κατέφλεξαν τὰ πάντα. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 1:3)
(루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 1:3)
- ἀλλὰ σύ, ὦ τολμηρότατε, καὶ τὴν Ῥέαν αὐτὴν γραῦν ἤδη καὶ μητέρα τοσούτων θεῶν οὖσαν ἀνέπεισας παιδεραστεῖν καὶ τὸ Φρύγιον μειράκιον ποθεῖν, καὶ νῦν ἐκείνη μέμηνεν ὑπὸ σοῦ καὶ ζευξαμένη τοὺς λέοντας, παραλαβοῦσα καὶ τοὺς Κορύβαντας ἅτε μανικοὺς καὶ αὐτοὺς ὄντας, ἄνω καὶ κάτω τὴν Ἴδην περιπολοῦσιν, ἡ μὲν ὀλολύζουσα ἐπὶ τῷ Ἄττῃ, οἱ Κορύβαντες δὲ ὁ μὲν αὐτῶν τέμνεται ξίφει τὸν πῆχυν, ὁ δὲ ἀνεὶς τὴν κόμην ἱέται μεμηνὼς διὰ τῶν ὀρῶν, ὁ δὲ αὐλεῖ τῷ κέρατι, ὁ δὲ ἐπιβομβεῖ τῷ τυμπάνῳ ἢ ἐπικτυπεῖ τῷ κυμβάλῳ, καὶ ὅλως θόρυβος καὶ μανία τὰ ἐν τῇ Ἴδῃ ἅπαντά ἐστι. (Lucian, Dialogi deorum, 2:4)
(루키아노스, Dialogi deorum, 2:4)
- τί δ ἄλλο, εἶπεν ὁ Εὐκράτης, ἢ τουτονὶ τόν ἀδαμάντινον πείθομεν - δείξας ἐμὲ - ἡγεῖσθαι δαίμονάς τινας εἶναι καὶ φάσματα καὶ νεκρῶν ψυχάς περιπολεῖν ὑπέρ γῆς καὶ φαίνεσθαι οἷς ἄν ἐθέλωσιν. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 22:59)
(루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 22:59)
- αὐτοὶ δὲ σώματα μὲν οὐκ ἔχουσιν, ἀλλ ἀναφεῖς καὶ ἄσαρκοί εἰσιν, μορφὴν δὲ καὶ ἰδέαν μόνην ἐμφαίνουσιν, καὶ ἀσώματοι ὄντες ὅμως συνεστᾶσιν καὶ κινοῦνται καὶ φρονοῦσι καὶ φωνὴν ἀφιᾶσιν, καὶ ὅλως ἐοίκε γυμνή τις ἡ ψυχὴ αὐτῶν περιπολεῖν τὴν τοῦ σώματος ὁμοιότητα περικειμένη: (Lucian, Verae Historiae, book 2 12:2)
(루키아노스, Verae Historiae, book 2 12:2)
- ἔμψυχον οὐχ ἁπλοῦν οὐδ ἀσύνθετον οὐδὲ μονοειδές ἐστιν, ἀλλ ἐκ τῆς ταὐτοῦ καὶ τῆς τοῦ ἑτέρου μεμιγμένον δυνάμεως πῆ μὲν ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ κοσμεῖται καὶ περιπολεῖ μιᾷ τάξει κράτος ἐχούσῃ χρώμενον, πῆ δ εἴς τε κινήσεις καὶ κύκλους σχιζόμενον ὑπεναντίους καὶ πλανητοὺς ἀρχὴν διαφορᾶς καὶ μεταβολῆς καὶ ἀνομοιότητος ἐνδίδωσι ταῖς περὶ γῆν φθοραῖς καὶ γενέσεσιν ἥ τ᾿ ἀνθρώπου ψυχὴ μέρος τι ἢ μίμημα τῆς τοῦ παντὸς οὖσα καὶ συνηρμοσμένη κατὰ λόγους καὶ ἀριθμοὺς ἐοικότας ἐκείνοις οὐχ ἁπλῆ τίς ἐστιν οὐδ ὁμοιοπαθής, ἀλλ ἕτερον μὲν ἔχει τὸ νοερὸν καὶ λογιστικόν, ᾧ κρατεῖν τοῦ ἀνθρώπου κατὰ φύσιν καὶ ἄρχειν προσῆκὸν ἐστιν, ἕτερον δὲ τὸ παθητικὸν καὶ ἄλογον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἄτακτον ἐξεταστοῦ δεόμενον. (Plutarch, De virtute morali, section 3 4:1)
(플루타르코스, De virtute morali, section 3 4:1)
유의어
-
to go round or about
- ἀλαίνω (방황하다, 헤매다, 떠돌다)
- συμπλανάομαι (to wander about with)
- πλανύττω (to wander about)
- συναλύω (to wander about with)
- διοιχνέω (to wander about)
- περιπλανάομαι (to wander about, to float round about)
- περιέρχομαι (돌다, 둘러가다, 돌아다니다)
- περιστείχω (to go round about)
- ἐπαλάομαι (to wander about or over)
- ἐπιπλάζομαι (to wander about over)
- ἀλάλημαι (방황하다, 헤매다, 떠돌다)
- ἀλητεύω (방황하다, 헤매다, 떠돌다)
- ἀλύω (to wander or roam about)
- περιπλανάομαι (~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다)
- πλανάω (헤매게 하다, 길을 잃게 하다)
- περιφέρω (to carry round, carry about)
- ἀμφιθέω (to run round about)
- περιστένω (to sound round about)
- περιίζομαι (to sit round about)
- περιφύομαι (to grow round about)
- περιτιταίνω (to stretch round about)
- περιφυτεύω (to plant round about)
- περιέλκω (to drag round, drag about)
- ἀμφιδέρκομαι (to look round about one)
- μεταστρέφω (돌다, 회전하다)