헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσπολέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσπολέω προσπολήσω

형태분석: προς (접두사) + πολέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: pro/spolos

  1. 시중들다, 출석하다, 모시다
  1. to attend, serve
  2. to be escorted by a train of attendants

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπολῶ

(나는) 시중든다

προσπολεῖς

(너는) 시중든다

προσπολεῖ

(그는) 시중든다

쌍수 προσπολεῖτον

(너희 둘은) 시중든다

προσπολεῖτον

(그 둘은) 시중든다

복수 προσπολοῦμεν

(우리는) 시중든다

προσπολεῖτε

(너희는) 시중든다

προσπολοῦσιν*

(그들은) 시중든다

접속법단수 προσπολῶ

(나는) 시중들자

προσπολῇς

(너는) 시중들자

προσπολῇ

(그는) 시중들자

쌍수 προσπολῆτον

(너희 둘은) 시중들자

προσπολῆτον

(그 둘은) 시중들자

복수 προσπολῶμεν

(우리는) 시중들자

προσπολῆτε

(너희는) 시중들자

προσπολῶσιν*

(그들은) 시중들자

기원법단수 προσπολοῖμι

(나는) 시중들기를 (바라다)

προσπολοῖς

(너는) 시중들기를 (바라다)

προσπολοῖ

(그는) 시중들기를 (바라다)

쌍수 προσπολοῖτον

(너희 둘은) 시중들기를 (바라다)

προσπολοίτην

(그 둘은) 시중들기를 (바라다)

복수 προσπολοῖμεν

(우리는) 시중들기를 (바라다)

προσπολοῖτε

(너희는) 시중들기를 (바라다)

προσπολοῖεν

(그들은) 시중들기를 (바라다)

명령법단수 προσπόλει

(너는) 시중들어라

προσπολείτω

(그는) 시중들어라

쌍수 προσπολεῖτον

(너희 둘은) 시중들어라

προσπολείτων

(그 둘은) 시중들어라

복수 προσπολεῖτε

(너희는) 시중들어라

προσπολούντων, προσπολείτωσαν

(그들은) 시중들어라

부정사 προσπολεῖν

시중드는 것

분사 남성여성중성
προσπολων

προσπολουντος

προσπολουσα

προσπολουσης

προσπολουν

προσπολουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπολοῦμαι

(나는) 시중들려진다

προσπολεῖ, προσπολῇ

(너는) 시중들려진다

προσπολεῖται

(그는) 시중들려진다

쌍수 προσπολεῖσθον

(너희 둘은) 시중들려진다

προσπολεῖσθον

(그 둘은) 시중들려진다

복수 προσπολούμεθα

(우리는) 시중들려진다

προσπολεῖσθε

(너희는) 시중들려진다

προσπολοῦνται

(그들은) 시중들려진다

접속법단수 προσπολῶμαι

(나는) 시중들려지자

προσπολῇ

(너는) 시중들려지자

προσπολῆται

(그는) 시중들려지자

쌍수 προσπολῆσθον

(너희 둘은) 시중들려지자

προσπολῆσθον

(그 둘은) 시중들려지자

복수 προσπολώμεθα

(우리는) 시중들려지자

προσπολῆσθε

(너희는) 시중들려지자

προσπολῶνται

(그들은) 시중들려지자

기원법단수 προσπολοίμην

(나는) 시중들려지기를 (바라다)

προσπολοῖο

(너는) 시중들려지기를 (바라다)

προσπολοῖτο

(그는) 시중들려지기를 (바라다)

쌍수 προσπολοῖσθον

(너희 둘은) 시중들려지기를 (바라다)

προσπολοίσθην

(그 둘은) 시중들려지기를 (바라다)

복수 προσπολοίμεθα

(우리는) 시중들려지기를 (바라다)

προσπολοῖσθε

(너희는) 시중들려지기를 (바라다)

προσπολοῖντο

(그들은) 시중들려지기를 (바라다)

명령법단수 προσπολοῦ

(너는) 시중들려져라

προσπολείσθω

(그는) 시중들려져라

쌍수 προσπολεῖσθον

(너희 둘은) 시중들려져라

προσπολείσθων

(그 둘은) 시중들려져라

복수 προσπολεῖσθε

(너희는) 시중들려져라

προσπολείσθων, προσπολείσθωσαν

(그들은) 시중들려져라

부정사 προσπολεῖσθαι

시중들려지는 것

분사 남성여성중성
προσπολουμενος

προσπολουμενου

προσπολουμενη

προσπολουμενης

προσπολουμενον

προσπολουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπολήσω

(나는) 시중들겠다

προσπολήσεις

(너는) 시중들겠다

προσπολήσει

(그는) 시중들겠다

쌍수 προσπολήσετον

(너희 둘은) 시중들겠다

προσπολήσετον

(그 둘은) 시중들겠다

복수 προσπολήσομεν

(우리는) 시중들겠다

προσπολήσετε

(너희는) 시중들겠다

προσπολήσουσιν*

(그들은) 시중들겠다

기원법단수 προσπολήσοιμι

(나는) 시중들겠기를 (바라다)

προσπολήσοις

(너는) 시중들겠기를 (바라다)

προσπολήσοι

(그는) 시중들겠기를 (바라다)

쌍수 προσπολήσοιτον

(너희 둘은) 시중들겠기를 (바라다)

προσπολησοίτην

(그 둘은) 시중들겠기를 (바라다)

복수 προσπολήσοιμεν

(우리는) 시중들겠기를 (바라다)

προσπολήσοιτε

(너희는) 시중들겠기를 (바라다)

προσπολήσοιεν

(그들은) 시중들겠기를 (바라다)

부정사 προσπολήσειν

시중들 것

분사 남성여성중성
προσπολησων

προσπολησοντος

προσπολησουσα

προσπολησουσης

προσπολησον

προσπολησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπολήσομαι

(나는) 시중들려지겠다

προσπολήσει, προσπολήσῃ

(너는) 시중들려지겠다

προσπολήσεται

(그는) 시중들려지겠다

쌍수 προσπολήσεσθον

(너희 둘은) 시중들려지겠다

προσπολήσεσθον

(그 둘은) 시중들려지겠다

복수 προσπολησόμεθα

(우리는) 시중들려지겠다

προσπολήσεσθε

(너희는) 시중들려지겠다

προσπολήσονται

(그들은) 시중들려지겠다

기원법단수 προσπολησοίμην

(나는) 시중들려지겠기를 (바라다)

προσπολήσοιο

(너는) 시중들려지겠기를 (바라다)

προσπολήσοιτο

(그는) 시중들려지겠기를 (바라다)

쌍수 προσπολήσοισθον

(너희 둘은) 시중들려지겠기를 (바라다)

προσπολησοίσθην

(그 둘은) 시중들려지겠기를 (바라다)

복수 προσπολησοίμεθα

(우리는) 시중들려지겠기를 (바라다)

προσπολήσοισθε

(너희는) 시중들려지겠기를 (바라다)

προσπολήσοιντο

(그들은) 시중들려지겠기를 (바라다)

부정사 προσπολήσεσθαι

시중들려질 것

분사 남성여성중성
προσπολησομενος

προσπολησομενου

προσπολησομενη

προσπολησομενης

προσπολησομενον

προσπολησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπόλουν

(나는) 시중들고 있었다

προσεπόλεις

(너는) 시중들고 있었다

προσεπόλειν*

(그는) 시중들고 있었다

쌍수 προσεπολεῖτον

(너희 둘은) 시중들고 있었다

προσεπολείτην

(그 둘은) 시중들고 있었다

복수 προσεπολοῦμεν

(우리는) 시중들고 있었다

προσεπολεῖτε

(너희는) 시중들고 있었다

προσεπόλουν

(그들은) 시중들고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπολούμην

(나는) 시중들려지고 있었다

προσεπολοῦ

(너는) 시중들려지고 있었다

προσεπολεῖτο

(그는) 시중들려지고 있었다

쌍수 προσεπολεῖσθον

(너희 둘은) 시중들려지고 있었다

προσεπολείσθην

(그 둘은) 시중들려지고 있었다

복수 προσεπολούμεθα

(우리는) 시중들려지고 있었다

προσεπολεῖσθε

(너희는) 시중들려지고 있었다

προσεπολοῦντο

(그들은) 시중들려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τύμβῳ τέτακται προσπολεῖν Ἀχιλλέωσ. (Euripides, The Trojan Women, episode, lyric22)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, lyric22)

유의어

  1. 시중들다

  2. to be escorted by a train of attendants

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION