헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιπίμπρημι

-μι 무어간모음 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιπίμπρημι

형태분석: περι (접두사) + πίμπρᾱ (어간) + μι (인칭어미)

  1. to set on fire round about;

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπίμπρημι

περιπίμπρης

περιπίμπρησιν*

쌍수 περιπίμπρατον

περιπίμπρατον

복수 περιπίμπραμεν

περιπίμπρατε

περιπιμπράᾱσιν*

접속법단수 περιπιμπρῶ

περιπιμπρῇς

περιπιμπρῇ

쌍수 περιπιμπρῆτον

περιπιμπρῆτον

복수 περιπιμπρῶμεν

περιπιμπρῆτε

περιπιμπρῶσιν*

기원법단수 περιπιμπραίην

περιπιμπραίης

περιπιμπραίη

쌍수 περιπιμπραίητον

περιπιμπραιήτην

복수 περιπιμπραίημεν

περιπιμπραίητε

περιπιμπραίησαν

명령법단수 περιπίμπρᾱ

περιπιμπράτω

쌍수 περιπίμπρατον

περιπιμπράτων

복수 περιπίμπρατε

περιπιμπράντων

부정사 περιπιμπράναι

분사 남성여성중성
περιπιμπρᾱς

περιπιμπραντος

περιπιμπρᾱσα

περιπιμπρᾱσης

περιπιμπραν

περιπιμπραντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπίμπραμαι

περιπίμπρασαι

περιπίμπραται

쌍수 περιπίμπρασθον

περιπίμπρασθον

복수 περιπιμπράμεθα

περιπίμπρασθε

περιπίμπρανται

접속법단수 περιπιμπρῶμαι

περιπιμπρῇ

περιπιμπρῆται

쌍수 περιπιμπρῆσθον

περιπιμπρῆσθον

복수 περιπιμπρώμεθα

περιπιμπρῆσθε

περιπιμπρῶνται

기원법단수 περιπιμπραίμην

περιπιμπραῖο

περιπιμπραῖτο

쌍수 περιπιμπραῖσθον

περιπιμπραίσθην

복수 περιπιμπραίμεθα

περιπιμπραῖσθε

περιπιμπραῖντο

명령법단수 περιπίμπρασο

περιπιμπράσθω

쌍수 περιπίμπρασθον

περιπιμπράσθων

복수 περιπίμπρασθε

περιπιμπράσθων

부정사 περιπίμπρασθαι

분사 남성여성중성
περιπιμπραμενος

περιπιμπραμενου

περιπιμπραμενη

περιπιμπραμενης

περιπιμπραμενον

περιπιμπραμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπρήσω

περιπρήσεις

περιπρήσει

쌍수 περιπρήσετον

περιπρήσετον

복수 περιπρήσομεν

περιπρήσετε

περιπρήσουσιν*

기원법단수 περιπρησίημι

περιπρησίης

περιπρησίη

쌍수 περιπρησίητον

περιπρησιήτην

복수 περιπρησίημεν

περιπρησίητε

περιπρησίησαν

부정사 περιπρήσειν

분사 남성여성중성
περιπρησων

περιπρησοντος

περιπρησουσα

περιπρησουσης

περιπρησον

περιπρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπρήσομαι

περιπρήσει, περιπρήσῃ

περιπρήσεται

쌍수 περιπρήσεσθον

περιπρήσεσθον

복수 περιπρησόμεθα

περιπρήσεσθε

περιπρήσονται

기원법단수 περιπρησοίμην

περιπρήσοιο

περιπρήσοιτο

쌍수 περιπρήσοισθον

περιπρησοίσθην

복수 περιπρησοίμεθα

περιπρήσοισθε

περιπρήσοιντο

부정사 περιπρήσεσθαι

분사 남성여성중성
περιπρησομενος

περιπρησομενου

περιπρησομενη

περιπρησομενης

περιπρησομενον

περιπρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ ἂν τῶν κυνῶν ἁμαρτάνων τῇ πληγῇ τοῦ σώματοσ ἄκρα τὰ τριχώματα περιεπίμπρη. (Xenophon, Minor Works, , chapter 10 18:5)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 10 18:5)

유의어

  1. to set on fire round about

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION