συνεκκαίω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συνεκκαίω
συνεκκαύσω
형태분석:
συν
(접두사)
+
ἐκ
(접두사)
+
καί
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to set on fire together
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Καῖσαρ δὲ καὶ περὶ τοῦτο διαμαρτεῖν φησιν αὐτόν, ἀγνοήσαντα τὴν μετὰ δρόμου καὶ φορᾶσ ἐν ἀρχῇ γινομένην σύρραξιν, ὡσ ἔν τε ταῖσ πληγαῖσ βίαν προστίθησι καὶ συνεκκαίει τὸν θυμὸν ἐκ πάντων ἀναρριπιζόμενον. (Plutarch, Caesar, chapter 44 4:2)
(플루타르코스, Caesar, chapter 44 4:2)
- ἐπιὼν δὲ τὴν Βαβυλωνίαν ἅπασαν εὐθὺσ ἐπ’ αὐτῷ γενομένην ἐθαύμασε μάλιστα τό τε χάσμα τὸν πυρὸσ ὥσπερ ἐκ πηγῆσ συνεχῶσ ἀναφερομένου, καὶ τό ῥεῦμα τοῦ νάφθα λιμνάζοντοσ διὰ τὸ πλῆθοσ οὐ πόρρω τοῦ χάσματοσ, ὃσ τἆλλα μὲν ἀσφάλτῳ προσέοικεν, οὕτω δὲ εὐπαθὴσ πρὸσ τὸ πῦρ ἐστιν ὥστε, πρὶν ἢ θιγεῖν τὴν φλόγα, δι’ αὐτῆσ τῆσ περὶ τὸ φῶσ ἐξαπτόμενοσ αὐγῆσ τὸν μεταξὺ πολλάκισ ἀέρα συνεκκαίειν. (Plutarch, Alexander, chapter 35 1:1)
(플루타르코스, Alexander, chapter 35 1:1)
- ὥσπερ γὰρ οἱ ἵπποι θᾶσσον ὑπὸ τοῖσ ἁρ́μασιν ἢ καθ’ αὑτοὺσ ἐλαυνόμενοι θέουσιν, οὐχ ὅτι μᾶλλον ἐμπίπτοντεσ ἐκβιάζονται τὸν ἀέρα τῷ πλήθει ῥηγνύμενον, ἀλλ’ ὅτι συνεκκαίει τὸν θυμὸν ἡ μετ’ ἀλλήλων ἅμιλλα καὶ τὸ φιλόνεικον, οὕτωσ ᾤετο τοὺσ ἀγαθοὺσ ζῆλον ἀλλήλοισ καλῶν ἔργων ἐνιέντασ ὠφελιμωτάτουσ εἰσ κοινὸν ἔργον εἶναι καὶ προθυμοτάτουσ. (Plutarch, Pelopidas, chapter 19 4:1)
(플루타르코스, Pelopidas, chapter 19 4:1)
유의어
-
to set on fire together
- διαπυρόω (점화하다, 불을 붙이다)
- ἐκφλέγω (점화하다, 불을 붙이다)
- πυρφορέω (점화하다, 불을 붙이다)
- προσεκπυρόω (to set on fire besides)
- ἀντεμπίπρημι (to set on fire in return)
- ὑποπίμπρημι (to set on fire below)
- ἐνάπτω (점화하다, 불을 붙이다, 불 붙이다)
- ἐπαίθω (점화하다, 불을 붙이다, 불 붙이다)
- ὑφάπτω (to set on fire from underneath)
- περιπίμπρημι (to set on fire round about;)
- συνδιακοσμέω (to set in order together)
- συγκαταδύνω (to sink or set together with)
- καίω (점화하다, 불을 붙이다, 불 붙이다)
- συγκαίω (태우다, 소진하다)
- ἐπιφλέγω (소비하다, 먹어치우다, 소모하다)
- ἀναίθω (점화하다, 비추다, 밝히다)
- ὑπαίθω (to set on fire below or secretly)
파생어
- ἀνακαίω (비추다, 밝히다, 밝게 하다)
- ἀποκαίω (to burn off, frigus adurit, to shrivel up)
- διακαίω (흥분시키다, 자극하다, 불러일으키다)
- ἐγκαίω (덥히다, 태우다, 불 붙이다)
- ἐγκατακαίω (to burn in)
- ἐκκαίω (점화하다, 비추다, 밝히다)
- ἐπικαίω (비추다, 밝히다, 밝게 하다)
- καίω (점화하다, 불을 붙이다, 불 붙이다)
- κατακαίω (타다, 태우다, 불태우다)
- παρακαίομαι (to be kept lighted beside)
- περικαίω (to burn round about: - , to be all scorched)
- προκαίω (to burn before, to be lighted before)
- προκατακαίω (to burn all before one)
- προσκαίω (to set on fire or burn besides, burnt at the fire, to be in love with . .)
- συγκαίω (태우다, 소진하다)
- συγκατακαίω (to burn together or also, to be burnt with)
- ὑποκαίω (to burn by applying fire below, to offer secret sacrifices, to light under)