헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκαταδύνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκαταδύνω συγκατέδυν

형태분석: συγ (접두사) + κατα (접두사) + δύν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to sink or set together with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταδύνω

συγκαταδύνεις

συγκαταδύνει

쌍수 συγκαταδύνετον

συγκαταδύνετον

복수 συγκαταδύνομεν

συγκαταδύνετε

συγκαταδύνουσιν*

접속법단수 συγκαταδύνω

συγκαταδύνῃς

συγκαταδύνῃ

쌍수 συγκαταδύνητον

συγκαταδύνητον

복수 συγκαταδύνωμεν

συγκαταδύνητε

συγκαταδύνωσιν*

기원법단수 συγκαταδύνοιμι

συγκαταδύνοις

συγκαταδύνοι

쌍수 συγκαταδύνοιτον

συγκαταδυνοίτην

복수 συγκαταδύνοιμεν

συγκαταδύνοιτε

συγκαταδύνοιεν

명령법단수 συγκαταδύνε

συγκαταδυνέτω

쌍수 συγκαταδύνετον

συγκαταδυνέτων

복수 συγκαταδύνετε

συγκαταδυνόντων, συγκαταδυνέτωσαν

부정사 συγκαταδύνειν

분사 남성여성중성
συγκαταδυνων

συγκαταδυνοντος

συγκαταδυνουσα

συγκαταδυνουσης

συγκαταδυνον

συγκαταδυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταδύνομαι

συγκαταδύνει, συγκαταδύνῃ

συγκαταδύνεται

쌍수 συγκαταδύνεσθον

συγκαταδύνεσθον

복수 συγκαταδυνόμεθα

συγκαταδύνεσθε

συγκαταδύνονται

접속법단수 συγκαταδύνωμαι

συγκαταδύνῃ

συγκαταδύνηται

쌍수 συγκαταδύνησθον

συγκαταδύνησθον

복수 συγκαταδυνώμεθα

συγκαταδύνησθε

συγκαταδύνωνται

기원법단수 συγκαταδυνοίμην

συγκαταδύνοιο

συγκαταδύνοιτο

쌍수 συγκαταδύνοισθον

συγκαταδυνοίσθην

복수 συγκαταδυνοίμεθα

συγκαταδύνοισθε

συγκαταδύνοιντο

명령법단수 συγκαταδύνου

συγκαταδυνέσθω

쌍수 συγκαταδύνεσθον

συγκαταδυνέσθων

복수 συγκαταδύνεσθε

συγκαταδυνέσθων, συγκαταδυνέσθωσαν

부정사 συγκαταδύνεσθαι

분사 남성여성중성
συγκαταδυνομενος

συγκαταδυνομενου

συγκαταδυνομενη

συγκαταδυνομενης

συγκαταδυνομενον

συγκαταδυνομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατέδυν

συγκατέδυς

συγκατέδυ

쌍수 συγκατέδυτον

συγκατεδύτην

복수 συγκατέδυμεν

συγκατέδυτε

συγκατέδυσαν

접속법단수 συγκαταδύω

συγκαταδύῃς

συγκαταδύῃ

쌍수 συγκαταδύητον

συγκαταδύητον

복수 συγκαταδύωμεν

συγκαταδύητε

συγκαταδύωσιν*

기원법단수 συγκαταδυῖην

συγκαταδυῖης

συγκαταδυῖη

쌍수 συγκαταδυῖητον

συγκαταδυίητην

복수 συγκαταδυῖημεν

συγκαταδυῖητε

συγκαταδυῖησαν

명령법단수 συγκαταδύς

συγκαταδύτω

쌍수 συγκαταδύτον

συγκαταδύτων

복수 συγκαταδύτε

συγκαταδύντων

부정사 συγκαταδυέναι

분사 남성여성중성
συγκαταδῡς

συγκαταδυντος

συγκαταδῡσα

συγκαταδῡσης

συγκαταδυν

συγκαταδυντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατεδύμην

συγκατεδύου

συγκατέδυτο

쌍수 συγκατέδυσθον

συγκατεδύσθην

복수 συγκατεδύμεθα

συγκατέδυσθε

συγκατέδυντο

접속법단수 συγκαταδύωμαι

συγκαταδύῃ

συγκαταδύηται

쌍수 συγκαταδύησθον

συγκαταδύησθον

복수 συγκαταδυώμεθα

συγκαταδύησθε

συγκαταδύωνται

기원법단수 συγκαταδυῖμην

συγκατάδυιο

συγκατάδυιτο

쌍수 συγκατάδυισθον

συγκαταδυῖσθην

복수 συγκαταδυῖμεθα

συγκατάδυισθε

συγκατάδυιντο

명령법단수 συγκαταδύου

συγκαταδύσθω

쌍수 συγκαταδύσθον

συγκαταδύσθων

복수 συγκαταδύσθε

συγκαταδύσθων

부정사 συγκαταδύεσθαι

분사 남성여성중성
συγκαταδυμενος

συγκαταδυμενου

συγκαταδυμενη

συγκαταδυμενης

συγκαταδυμενον

συγκαταδυμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to sink or set together with

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION