헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακαίω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακαίω κατακαύσω κατεκαύθην κατακέκαυμαι

형태분석: κατα (접두사) + καί (어간) + ω (인칭어미)

어원: katakh/omen or -kei/omen for -kh/wmen

  1. 타다, 태우다, 불태우다, 살다, 눋다
  1. to burn down, burn completely, to burn, alive
  2. had burnt down, burnt out

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακαίω

(나는) 탄다

κατακαίεις

(너는) 탄다

κατακαίει

(그는) 탄다

쌍수 κατακαίετον

(너희 둘은) 탄다

κατακαίετον

(그 둘은) 탄다

복수 κατακαίομεν

(우리는) 탄다

κατακαίετε

(너희는) 탄다

κατακαίουσιν*

(그들은) 탄다

접속법단수 κατακαίω

(나는) 타자

κατακαίῃς

(너는) 타자

κατακαίῃ

(그는) 타자

쌍수 κατακαίητον

(너희 둘은) 타자

κατακαίητον

(그 둘은) 타자

복수 κατακαίωμεν

(우리는) 타자

κατακαίητε

(너희는) 타자

κατακαίωσιν*

(그들은) 타자

기원법단수 κατακαίοιμι

(나는) 타기를 (바라다)

κατακαίοις

(너는) 타기를 (바라다)

κατακαίοι

(그는) 타기를 (바라다)

쌍수 κατακαίοιτον

(너희 둘은) 타기를 (바라다)

κατακαιοίτην

(그 둘은) 타기를 (바라다)

복수 κατακαίοιμεν

(우리는) 타기를 (바라다)

κατακαίοιτε

(너희는) 타기를 (바라다)

κατακαίοιεν

(그들은) 타기를 (바라다)

명령법단수 κατακαίε

(너는) 타라

κατακαιέτω

(그는) 타라

쌍수 κατακαίετον

(너희 둘은) 타라

κατακαιέτων

(그 둘은) 타라

복수 κατακαίετε

(너희는) 타라

κατακαιόντων, κατακαιέτωσαν

(그들은) 타라

부정사 κατακαίειν

타는 것

분사 남성여성중성
κατακαιων

κατακαιοντος

κατακαιουσα

κατακαιουσης

κατακαιον

κατακαιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακαίομαι

(나는) 타여진다

κατακαίει, κατακαίῃ

(너는) 타여진다

κατακαίεται

(그는) 타여진다

쌍수 κατακαίεσθον

(너희 둘은) 타여진다

κατακαίεσθον

(그 둘은) 타여진다

복수 κατακαιόμεθα

(우리는) 타여진다

κατακαίεσθε

(너희는) 타여진다

κατακαίονται

(그들은) 타여진다

접속법단수 κατακαίωμαι

(나는) 타여지자

κατακαίῃ

(너는) 타여지자

κατακαίηται

(그는) 타여지자

쌍수 κατακαίησθον

(너희 둘은) 타여지자

κατακαίησθον

(그 둘은) 타여지자

복수 κατακαιώμεθα

(우리는) 타여지자

κατακαίησθε

(너희는) 타여지자

κατακαίωνται

(그들은) 타여지자

기원법단수 κατακαιοίμην

(나는) 타여지기를 (바라다)

κατακαίοιο

(너는) 타여지기를 (바라다)

κατακαίοιτο

(그는) 타여지기를 (바라다)

쌍수 κατακαίοισθον

(너희 둘은) 타여지기를 (바라다)

κατακαιοίσθην

(그 둘은) 타여지기를 (바라다)

복수 κατακαιοίμεθα

(우리는) 타여지기를 (바라다)

κατακαίοισθε

(너희는) 타여지기를 (바라다)

κατακαίοιντο

(그들은) 타여지기를 (바라다)

명령법단수 κατακαίου

(너는) 타여져라

κατακαιέσθω

(그는) 타여져라

쌍수 κατακαίεσθον

(너희 둘은) 타여져라

κατακαιέσθων

(그 둘은) 타여져라

복수 κατακαίεσθε

(너희는) 타여져라

κατακαιέσθων, κατακαιέσθωσαν

(그들은) 타여져라

부정사 κατακαίεσθαι

타여지는 것

분사 남성여성중성
κατακαιομενος

κατακαιομενου

κατακαιομενη

κατακαιομενης

κατακαιομενον

κατακαιομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακαύσω

(나는) 타겠다

κατακαύσεις

(너는) 타겠다

κατακαύσει

(그는) 타겠다

쌍수 κατακαύσετον

(너희 둘은) 타겠다

κατακαύσετον

(그 둘은) 타겠다

복수 κατακαύσομεν

(우리는) 타겠다

κατακαύσετε

(너희는) 타겠다

κατακαύσουσιν*

(그들은) 타겠다

기원법단수 κατακαύσοιμι

(나는) 타겠기를 (바라다)

κατακαύσοις

(너는) 타겠기를 (바라다)

κατακαύσοι

(그는) 타겠기를 (바라다)

쌍수 κατακαύσοιτον

(너희 둘은) 타겠기를 (바라다)

κατακαυσοίτην

(그 둘은) 타겠기를 (바라다)

복수 κατακαύσοιμεν

(우리는) 타겠기를 (바라다)

κατακαύσοιτε

(너희는) 타겠기를 (바라다)

κατακαύσοιεν

(그들은) 타겠기를 (바라다)

부정사 κατακαύσειν

탈 것

분사 남성여성중성
κατακαυσων

κατακαυσοντος

κατακαυσουσα

κατακαυσουσης

κατακαυσον

κατακαυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακαύσομαι

(나는) 타여지겠다

κατακαύσει, κατακαύσῃ

(너는) 타여지겠다

κατακαύσεται

(그는) 타여지겠다

쌍수 κατακαύσεσθον

(너희 둘은) 타여지겠다

κατακαύσεσθον

(그 둘은) 타여지겠다

복수 κατακαυσόμεθα

(우리는) 타여지겠다

κατακαύσεσθε

(너희는) 타여지겠다

κατακαύσονται

(그들은) 타여지겠다

기원법단수 κατακαυσοίμην

(나는) 타여지겠기를 (바라다)

κατακαύσοιο

(너는) 타여지겠기를 (바라다)

κατακαύσοιτο

(그는) 타여지겠기를 (바라다)

쌍수 κατακαύσοισθον

(너희 둘은) 타여지겠기를 (바라다)

κατακαυσοίσθην

(그 둘은) 타여지겠기를 (바라다)

복수 κατακαυσοίμεθα

(우리는) 타여지겠기를 (바라다)

κατακαύσοισθε

(너희는) 타여지겠기를 (바라다)

κατακαύσοιντο

(그들은) 타여지겠기를 (바라다)

부정사 κατακαύσεσθαι

타여질 것

분사 남성여성중성
κατακαυσομενος

κατακαυσομενου

κατακαυσομενη

κατακαυσομενης

κατακαυσομενον

κατακαυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέκαιον

(나는) 타고 있었다

κατέκαιες

(너는) 타고 있었다

κατέκαιεν*

(그는) 타고 있었다

쌍수 κατεκαίετον

(너희 둘은) 타고 있었다

κατεκαιέτην

(그 둘은) 타고 있었다

복수 κατεκαίομεν

(우리는) 타고 있었다

κατεκαίετε

(너희는) 타고 있었다

κατέκαιον

(그들은) 타고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκαιόμην

(나는) 타여지고 있었다

κατεκαίου

(너는) 타여지고 있었다

κατεκαίετο

(그는) 타여지고 있었다

쌍수 κατεκαίεσθον

(너희 둘은) 타여지고 있었다

κατεκαιέσθην

(그 둘은) 타여지고 있었다

복수 κατεκαιόμεθα

(우리는) 타여지고 있었다

κατεκαίεσθε

(너희는) 타여지고 있었다

κατεκαίοντο

(그들은) 타여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελοσ Κυρίου ἐν πυρὶ φλογὸσ ἐκ τοῦ βάτου, καὶ ὁρᾷ ὅτι ὁ βάτοσ καίεται πυρί, ὁ δὲ βάτοσ οὐ κατεκαίετο. (Septuagint, Liber Exodus 3:2)

    (70인역 성경, 탈출기 3:2)

  • οὐ ποιήσεισ οὕτω τῷ Θεῷ σου. τὰ γὰρ βδελύγματα Κυρίου, ἃ ἐμίσησεν, ἐποίησαν ἐν τοῖσ θεοῖσ αὐτῶν, ὅτι τοὺσ υἱοὺσ αὐτῶν καὶ τὰσ θυγατέρασ αὐτῶν κατακαίουσιν ἐν πυρὶ τοῖσ θεοῖσ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 12:31)

    (70인역 성경, 신명기 12:31)

  • καὶ ἀνέστησαν πᾶσ ἀνὴρ δυνάμεωσ καὶ ἐπορεύθησαν ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἔλαβον τὸ σῶμα Σαοὺλ καὶ τὸ σῶμα Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ τείχουσ Βαιθσὰν καὶ φέρουσιν αὐτοὺσ εἰσ Ἰαβὶσ καὶ κατακαίουσιν αὐτοὺσ ἐκεῖ. (Septuagint, Liber I Samuelis 31:12)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 31:12)

  • καὶ οἱ Εὐαῖοι ἐποίησαν τὴν Ἐβλαζὲρ καὶ τὴν Θαρθάκ, καὶ οἱ Σεπφαρουαί̈μ κατέκαιον τοὺσ υἱοὺσ αὐτῶν ἐν πυρὶ τῷ Ἀδραμέλεχ καὶ Ἀνημελέχ, θεοῖσ Σεπφαρουαί̈μ. (Septuagint, Liber II Regum 17:31)

    (70인역 성경, 열왕기 하권 17:31)

  • ἕτεροι δὲ ὁμοίωσ προσαναβάντεσ ἐν τῷ περισπασμῷ πρὸσ τοὺσ ἔνδον, ἐνεπίμπρων τοὺσ πύργουσ καὶ πυρὰσ ἀνάψαντεσ ζῶντασ τοὺσ βλασφήμουσ κατέκαιον. οἱ δὲ τὰσ πύλασ διέκοπτον, εἰσδεξάμενοι δὲ τὴν λοιπὴν τάξιν προκατελάβοντο τὴν πόλιν. (Septuagint, Liber Maccabees II 10:36)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 10:36)

유의어

  1. had burnt down

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION