헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκατακαίω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκατακαίω συγκατακαύσω

형태분석: συγ (접두사) + κατα (접두사) + καί (어간) + ω (인칭어미)

  1. to burn together or also, to be burnt with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατακαίω

συγκατακαίεις

συγκατακαίει

쌍수 συγκατακαίετον

συγκατακαίετον

복수 συγκατακαίομεν

συγκατακαίετε

συγκατακαίουσιν*

접속법단수 συγκατακαίω

συγκατακαίῃς

συγκατακαίῃ

쌍수 συγκατακαίητον

συγκατακαίητον

복수 συγκατακαίωμεν

συγκατακαίητε

συγκατακαίωσιν*

기원법단수 συγκατακαίοιμι

συγκατακαίοις

συγκατακαίοι

쌍수 συγκατακαίοιτον

συγκατακαιοίτην

복수 συγκατακαίοιμεν

συγκατακαίοιτε

συγκατακαίοιεν

명령법단수 συγκατακαίε

συγκατακαιέτω

쌍수 συγκατακαίετον

συγκατακαιέτων

복수 συγκατακαίετε

συγκατακαιόντων, συγκατακαιέτωσαν

부정사 συγκατακαίειν

분사 남성여성중성
συγκατακαιων

συγκατακαιοντος

συγκατακαιουσα

συγκατακαιουσης

συγκατακαιον

συγκατακαιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατακαίομαι

συγκατακαίει, συγκατακαίῃ

συγκατακαίεται

쌍수 συγκατακαίεσθον

συγκατακαίεσθον

복수 συγκατακαιόμεθα

συγκατακαίεσθε

συγκατακαίονται

접속법단수 συγκατακαίωμαι

συγκατακαίῃ

συγκατακαίηται

쌍수 συγκατακαίησθον

συγκατακαίησθον

복수 συγκατακαιώμεθα

συγκατακαίησθε

συγκατακαίωνται

기원법단수 συγκατακαιοίμην

συγκατακαίοιο

συγκατακαίοιτο

쌍수 συγκατακαίοισθον

συγκατακαιοίσθην

복수 συγκατακαιοίμεθα

συγκατακαίοισθε

συγκατακαίοιντο

명령법단수 συγκατακαίου

συγκατακαιέσθω

쌍수 συγκατακαίεσθον

συγκατακαιέσθων

복수 συγκατακαίεσθε

συγκατακαιέσθων, συγκατακαιέσθωσαν

부정사 συγκατακαίεσθαι

분사 남성여성중성
συγκατακαιομενος

συγκατακαιομενου

συγκατακαιομενη

συγκατακαιομενης

συγκατακαιομενον

συγκατακαιομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to burn together or also

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION