헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπυρόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπυρόω διαπυρώσω

형태분석: δια (접두사) + πυρό (어간) + ω (인칭어미)

어원: from dia/puros

  1. 점화하다, 불을 붙이다
  1. to set on fire

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπύρω

(나는) 점화한다

διαπύροις

(너는) 점화한다

διαπύροι

(그는) 점화한다

쌍수 διαπύρουτον

(너희 둘은) 점화한다

διαπύρουτον

(그 둘은) 점화한다

복수 διαπύρουμεν

(우리는) 점화한다

διαπύρουτε

(너희는) 점화한다

διαπύρουσιν*

(그들은) 점화한다

접속법단수 διαπύρω

(나는) 점화하자

διαπύροις

(너는) 점화하자

διαπύροι

(그는) 점화하자

쌍수 διαπύρωτον

(너희 둘은) 점화하자

διαπύρωτον

(그 둘은) 점화하자

복수 διαπύρωμεν

(우리는) 점화하자

διαπύρωτε

(너희는) 점화하자

διαπύρωσιν*

(그들은) 점화하자

기원법단수 διαπύροιμι

(나는) 점화하기를 (바라다)

διαπύροις

(너는) 점화하기를 (바라다)

διαπύροι

(그는) 점화하기를 (바라다)

쌍수 διαπύροιτον

(너희 둘은) 점화하기를 (바라다)

διαπυροίτην

(그 둘은) 점화하기를 (바라다)

복수 διαπύροιμεν

(우리는) 점화하기를 (바라다)

διαπύροιτε

(너희는) 점화하기를 (바라다)

διαπύροιεν

(그들은) 점화하기를 (바라다)

명령법단수 διαπῦρου

(너는) 점화해라

διαπυροῦτω

(그는) 점화해라

쌍수 διαπύρουτον

(너희 둘은) 점화해라

διαπυροῦτων

(그 둘은) 점화해라

복수 διαπύρουτε

(너희는) 점화해라

διαπυροῦντων, διαπυροῦτωσαν

(그들은) 점화해라

부정사 διαπύρουν

점화하는 것

분사 남성여성중성
διαπυρων

διαπυρουντος

διαπυρουσα

διαπυρουσης

διαπυρουν

διαπυρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπύρουμαι

(나는) 점화된다

διαπύροι

(너는) 점화된다

διαπύρουται

(그는) 점화된다

쌍수 διαπύρουσθον

(너희 둘은) 점화된다

διαπύρουσθον

(그 둘은) 점화된다

복수 διαπυροῦμεθα

(우리는) 점화된다

διαπύρουσθε

(너희는) 점화된다

διαπύρουνται

(그들은) 점화된다

접속법단수 διαπύρωμαι

(나는) 점화되자

διαπύροι

(너는) 점화되자

διαπύρωται

(그는) 점화되자

쌍수 διαπύρωσθον

(너희 둘은) 점화되자

διαπύρωσθον

(그 둘은) 점화되자

복수 διαπυρώμεθα

(우리는) 점화되자

διαπύρωσθε

(너희는) 점화되자

διαπύρωνται

(그들은) 점화되자

기원법단수 διαπυροίμην

(나는) 점화되기를 (바라다)

διαπύροιο

(너는) 점화되기를 (바라다)

διαπύροιτο

(그는) 점화되기를 (바라다)

쌍수 διαπύροισθον

(너희 둘은) 점화되기를 (바라다)

διαπυροίσθην

(그 둘은) 점화되기를 (바라다)

복수 διαπυροίμεθα

(우리는) 점화되기를 (바라다)

διαπύροισθε

(너희는) 점화되기를 (바라다)

διαπύροιντο

(그들은) 점화되기를 (바라다)

명령법단수 διαπύρου

(너는) 점화되어라

διαπυροῦσθω

(그는) 점화되어라

쌍수 διαπύρουσθον

(너희 둘은) 점화되어라

διαπυροῦσθων

(그 둘은) 점화되어라

복수 διαπύρουσθε

(너희는) 점화되어라

διαπυροῦσθων, διαπυροῦσθωσαν

(그들은) 점화되어라

부정사 διαπύρουσθαι

점화되는 것

분사 남성여성중성
διαπυρουμενος

διαπυρουμενου

διαπυρουμενη

διαπυρουμενης

διαπυρουμενον

διαπυρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπυρώσω

(나는) 점화하겠다

διαπυρώσεις

(너는) 점화하겠다

διαπυρώσει

(그는) 점화하겠다

쌍수 διαπυρώσετον

(너희 둘은) 점화하겠다

διαπυρώσετον

(그 둘은) 점화하겠다

복수 διαπυρώσομεν

(우리는) 점화하겠다

διαπυρώσετε

(너희는) 점화하겠다

διαπυρώσουσιν*

(그들은) 점화하겠다

기원법단수 διαπυρώσοιμι

(나는) 점화하겠기를 (바라다)

διαπυρώσοις

(너는) 점화하겠기를 (바라다)

διαπυρώσοι

(그는) 점화하겠기를 (바라다)

쌍수 διαπυρώσοιτον

(너희 둘은) 점화하겠기를 (바라다)

διαπυρωσοίτην

(그 둘은) 점화하겠기를 (바라다)

복수 διαπυρώσοιμεν

(우리는) 점화하겠기를 (바라다)

διαπυρώσοιτε

(너희는) 점화하겠기를 (바라다)

διαπυρώσοιεν

(그들은) 점화하겠기를 (바라다)

부정사 διαπυρώσειν

점화할 것

분사 남성여성중성
διαπυρωσων

διαπυρωσοντος

διαπυρωσουσα

διαπυρωσουσης

διαπυρωσον

διαπυρωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπυρώσομαι

(나는) 점화되겠다

διαπυρώσει, διαπυρώσῃ

(너는) 점화되겠다

διαπυρώσεται

(그는) 점화되겠다

쌍수 διαπυρώσεσθον

(너희 둘은) 점화되겠다

διαπυρώσεσθον

(그 둘은) 점화되겠다

복수 διαπυρωσόμεθα

(우리는) 점화되겠다

διαπυρώσεσθε

(너희는) 점화되겠다

διαπυρώσονται

(그들은) 점화되겠다

기원법단수 διαπυρωσοίμην

(나는) 점화되겠기를 (바라다)

διαπυρώσοιο

(너는) 점화되겠기를 (바라다)

διαπυρώσοιτο

(그는) 점화되겠기를 (바라다)

쌍수 διαπυρώσοισθον

(너희 둘은) 점화되겠기를 (바라다)

διαπυρωσοίσθην

(그 둘은) 점화되겠기를 (바라다)

복수 διαπυρωσοίμεθα

(우리는) 점화되겠기를 (바라다)

διαπυρώσοισθε

(너희는) 점화되겠기를 (바라다)

διαπυρώσοιντο

(그들은) 점화되겠기를 (바라다)

부정사 διαπυρώσεσθαι

점화될 것

분사 남성여성중성
διαπυρωσομενος

διαπυρωσομενου

διαπυρωσομενη

διαπυρωσομενης

διαπυρωσομενον

διαπυρωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπῦρουν

(나는) 점화하고 있었다

διεπῦρους

(너는) 점화하고 있었다

διεπῦρουν*

(그는) 점화하고 있었다

쌍수 διεπύρουτον

(너희 둘은) 점화하고 있었다

διεπυροῦτην

(그 둘은) 점화하고 있었다

복수 διεπύρουμεν

(우리는) 점화하고 있었다

διεπύρουτε

(너희는) 점화하고 있었다

διεπῦρουν

(그들은) 점화하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπυροῦμην

(나는) 점화되고 있었다

διεπύρου

(너는) 점화되고 있었다

διεπύρουτο

(그는) 점화되고 있었다

쌍수 διεπύρουσθον

(너희 둘은) 점화되고 있었다

διεπυροῦσθην

(그 둘은) 점화되고 있었다

복수 διεπυροῦμεθα

(우리는) 점화되고 있었다

διεπύρουσθε

(너희는) 점화되고 있었다

διεπύρουντο

(그들은) 점화되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • νωθρὸσ γὰρ ὢν ὁ Χαβρίασ καὶ δυσκίνητοσ ἄλλωσ ἐν αὐτοῖσ τοῖσ ἀγῶσιν ὤργα καὶ διεπυροῦτο τῷ θυμῷ καὶ συνεξέπιπτε τοῖσ θρασυτάτοισ παραβολώτερον, ὥσπερ ἀμέλει καὶ κατέστρεψε τόν βίον ἐν Χίῳ πρῶτοσ εἰσελάσασ τῇ τριήρει καὶ βιαζόμενοσ πρὸσ τήν ἀπόβασιν. (Plutarch, chapter 6 1:2)

    (플루타르코스, chapter 6 1:2)

유의어

  1. 점화하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION