헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τροχηλατέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τροχηλατέω τροχηλατήσω

형태분석: τροχηλατέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to drive a chariot: to drive about, drive round and round

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τροχηλάτω

τροχηλάτεις

τροχηλάτει

쌍수 τροχηλάτειτον

τροχηλάτειτον

복수 τροχηλάτουμεν

τροχηλάτειτε

τροχηλάτουσιν*

접속법단수 τροχηλάτω

τροχηλάτῃς

τροχηλάτῃ

쌍수 τροχηλάτητον

τροχηλάτητον

복수 τροχηλάτωμεν

τροχηλάτητε

τροχηλάτωσιν*

기원법단수 τροχηλάτοιμι

τροχηλάτοις

τροχηλάτοι

쌍수 τροχηλάτοιτον

τροχηλατοίτην

복수 τροχηλάτοιμεν

τροχηλάτοιτε

τροχηλάτοιεν

명령법단수 τροχηλᾶτει

τροχηλατεῖτω

쌍수 τροχηλάτειτον

τροχηλατεῖτων

복수 τροχηλάτειτε

τροχηλατοῦντων, τροχηλατεῖτωσαν

부정사 τροχηλάτειν

분사 남성여성중성
τροχηλατων

τροχηλατουντος

τροχηλατουσα

τροχηλατουσης

τροχηλατουν

τροχηλατουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τροχηλάτουμαι

τροχηλάτει, τροχηλάτῃ

τροχηλάτειται

쌍수 τροχηλάτεισθον

τροχηλάτεισθον

복수 τροχηλατοῦμεθα

τροχηλάτεισθε

τροχηλάτουνται

접속법단수 τροχηλάτωμαι

τροχηλάτῃ

τροχηλάτηται

쌍수 τροχηλάτησθον

τροχηλάτησθον

복수 τροχηλατώμεθα

τροχηλάτησθε

τροχηλάτωνται

기원법단수 τροχηλατοίμην

τροχηλάτοιο

τροχηλάτοιτο

쌍수 τροχηλάτοισθον

τροχηλατοίσθην

복수 τροχηλατοίμεθα

τροχηλάτοισθε

τροχηλάτοιντο

명령법단수 τροχηλάτου

τροχηλατεῖσθω

쌍수 τροχηλάτεισθον

τροχηλατεῖσθων

복수 τροχηλάτεισθε

τροχηλατεῖσθων, τροχηλατεῖσθωσαν

부정사 τροχηλάτεισθαι

분사 남성여성중성
τροχηλατουμενος

τροχηλατουμενου

τροχηλατουμενη

τροχηλατουμενης

τροχηλατουμενον

τροχηλατουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τροχηλατήσω

τροχηλατήσεις

τροχηλατήσει

쌍수 τροχηλατήσετον

τροχηλατήσετον

복수 τροχηλατήσομεν

τροχηλατήσετε

τροχηλατήσουσιν*

기원법단수 τροχηλατήσοιμι

τροχηλατήσοις

τροχηλατήσοι

쌍수 τροχηλατήσοιτον

τροχηλατησοίτην

복수 τροχηλατήσοιμεν

τροχηλατήσοιτε

τροχηλατήσοιεν

부정사 τροχηλατήσειν

분사 남성여성중성
τροχηλατησων

τροχηλατησοντος

τροχηλατησουσα

τροχηλατησουσης

τροχηλατησον

τροχηλατησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τροχηλατήσομαι

τροχηλατήσει, τροχηλατήσῃ

τροχηλατήσεται

쌍수 τροχηλατήσεσθον

τροχηλατήσεσθον

복수 τροχηλατησόμεθα

τροχηλατήσεσθε

τροχηλατήσονται

기원법단수 τροχηλατησοίμην

τροχηλατήσοιο

τροχηλατήσοιτο

쌍수 τροχηλατήσοισθον

τροχηλατησοίσθην

복수 τροχηλατησοίμεθα

τροχηλατήσοισθε

τροχηλατήσοιντο

부정사 τροχηλατήσεσθαι

분사 남성여성중성
τροχηλατησομενος

τροχηλατησομενου

τροχηλατησομενη

τροχηλατησομενης

τροχηλατησομενον

τροχηλατησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to drive a chariot

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION