헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παλαιός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παλαιός παλαιά παλαιόν

형태분석: παλαι (어간) + ος (어미)

어원: formed from pa/lai

  1. 오래된, 늙은, 고대의
  2. 오래된, 고대의, 늙은
  3. 존엄한, 훌륭한, 고전적인
  4. 촌스러운
  1. old, aged
  2. ancient, of times past
  3. time-honoured, venerable
  4. antiquated, outdated

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 παλαιός

오래된 (이)가

παλαιᾱ́

오래된 (이)가

παλαιόν

오래된 (것)가

속격 παλαιοῦ

오래된 (이)의

παλαιᾶς

오래된 (이)의

παλαιοῦ

오래된 (것)의

여격 παλαιῷ

오래된 (이)에게

παλαιᾷ

오래된 (이)에게

παλαιῷ

오래된 (것)에게

대격 παλαιόν

오래된 (이)를

παλαιᾱ́ν

오래된 (이)를

παλαιόν

오래된 (것)를

호격 παλαιέ

오래된 (이)야

παλαιᾱ́

오래된 (이)야

παλαιόν

오래된 (것)야

쌍수주/대/호 παλαιώ

오래된 (이)들이

παλαιᾱ́

오래된 (이)들이

παλαιώ

오래된 (것)들이

속/여 παλαιοῖν

오래된 (이)들의

παλαιαῖν

오래된 (이)들의

παλαιοῖν

오래된 (것)들의

복수주격 παλαιοί

오래된 (이)들이

παλαιαί

오래된 (이)들이

παλαιά

오래된 (것)들이

속격 παλαιῶν

오래된 (이)들의

παλαιῶν

오래된 (이)들의

παλαιῶν

오래된 (것)들의

여격 παλαιοῖς

오래된 (이)들에게

παλαιαῖς

오래된 (이)들에게

παλαιοῖς

오래된 (것)들에게

대격 παλαιούς

오래된 (이)들을

παλαιᾱ́ς

오래된 (이)들을

παλαιά

오래된 (것)들을

호격 παλαιοί

오래된 (이)들아

παλαιαί

오래된 (이)들아

παλαιά

오래된 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 παλαιός

παλαιοῦ

오래된 (이)의

παλαιτέρος

παλαιτεροῦ

더 오래된 (이)의

παλαιτάτος

παλαιτατοῦ

가장 오래된 (이)의

부사 παλαιώς

παλαιτέρον

παλαιτάτα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ σπερεῖτε τὸ ἔτοσ τὸ ὄγδοον καὶ φάγεσθε ἀπὸ τῶν γενημάτων παλαιὰ ἕωσ τοῦ ἔτουσ τοῦ ἐνάτου, ἕωσ ἂν ἔλθῃ τὸ γένημα αὐτῆσ, φάγεσθε παλαιὰ παλαιῶν. (Septuagint, Liber Leviticus 25:22)

    (70인역 성경, 레위기 25:22)

  • καὶ φάγεσθε παλαιὰ καὶ παλαιὰ παλαιῶν, καὶ παλαιὰ ἐκ προσώπου νέων ἐξοίσετε. (Septuagint, Liber Leviticus 26:10)

    (70인역 성경, 레위기 26:10)

  • οἱ δὲ πρὸσ τῷ παρανόμῳ σπλαγνισμῷ τεταγμένοι διὰ τὴν ἐκ τῶν παλαιῶν χρόνων πρὸσ τὸν ἄνδρα γνῶσιν ἀπολαβόντεσ αὐτὸν κατ̓ ἰδίαν παρεκάλουν ἐνέγκατα κρέα, οἷσ καθῆκον αὐτῷ χρήσασθαι, δἰ αὐτοῦ παρασκευασθέντα, ὑποκριθῆναι δὲ ὡσ ἐσθίοντα τὰ ὑπὸ τοῦ βασιλέωσ προστεταγμένα τῶν ἀπὸ τῆσ θυσίασ κρεῶν, (Septuagint, Liber Maccabees II 6:21)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 6:21)

  • ὁ παλαιῶν ὄρη καὶ οὐκ οἴδασιν, ὁ καταστρέφων αὐτὰ ὀργῇ. (Septuagint, Liber Iob 9:5)

    (70인역 성경, 욥기 9:5)

  • τίνοσ οὖν ἀγαθοῦ ὠνῇ ταῦτα, εἰ μὴ καὶ τὰσ ἀποθήκασ αὐτὰσ τῶν βιβλίων ἡγῇ πεπαιδεῦσθαι τοσαῦτα περιεχούσασ παλαιῶν ἀνδρῶν συγγράμματα; (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 5:1)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 5:1)

유의어

  1. 오래된

  2. 오래된

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION