헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀρχαιότης

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀρχαιότης

  1. 고대, 옛날
  2. 시련, 어려움, 시험
  3. 고대, 옛날
  1. antiquity, old-fashionedness
  2. simplicity, pristine state
  3. ancient history
  4. antiquity, ancient times
  5. (Byzantine Greek) advanced age of a person

예문

  • ἀλλὰ γὰρ οὔθ’ ἡ ἀρχαιότησ οὔθ’ ὁ πλοῦτοσ ὁ βαθὺσ οὔτε τὸ διαπεφοιτηκὸσ ὅλησ τῆσ οἰκουμένησ ἔθνοσ οὔθ’ ἡ μεγάλη δόξα τῆσ θρησκείασ ἤρκεσέ τι πρὸσ ἀπώλειαν αὐτῇ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 504:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 504:1)

  • ἡ μὲν γὰρ τῶν ἀναγραφομένων ἀρχαιότησ δυσεύρετοσ οὖσα πολλὴν ἀπορίαν παρέχεται τοῖσ γράφουσιν, ἡ δὲ τῶν χρόνων ἀπαγγελία τὸν ἀκριβέστατον ἔλεγχον οὐ προσδεχομένη καταφρονεῖν ποιεῖ τῆσ ἱστορίασ τοὺσ ἀναγινώσκοντασ· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 4, chapter 1 1:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 4, chapter 1 1:2)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION