- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κίνησις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: kinēsis 고전 발음: [끼네:시] 신약 발음: [끼네시]

기본형: κίνησις κινήσεως

형태분석: κινησι (어간) + ς (어미)

어원: κινέω

  1. 움직임, 이동
  2. 댄스, 춤
  3. 난, 반란, 정치적 움직임
  4. 혁명, 변화, 순환
  1. motion
  2. dance
  3. political movement, revolt
  4. change, revolution
  5. (grammar) inflection
  6. (law) punitive action

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κίνησις

움직임이

κινήσει

움직임들이

κινήσεις

움직임들이

속격 κινήσεως

움직임의

κινήσοιν

움직임들의

κινήσεων

움직임들의

여격 κινήσει

움직임에게

κινήσοιν

움직임들에게

κινήσεσι(ν)

움직임들에게

대격 κίνησιν

움직임을

κινήσει

움직임들을

κινήσεις

움직임들을

호격 κίνησι

움직임아

κινήσει

움직임들아

κινήσεις

움직임들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅτι αὐτοσχεδίως ἐγεννήθημεν, καὶ μετὰ τοῦτο ἐσόμεθα ὡς οὐχ ὑπάρξαντες. ὅτι καπνὸς ἡ πνοὴ ἐν ρισὶν ἡμῶν, καὶ ὁ λόγος σπινθὴρ ἐν κινήσει καρδίας ἡμῶν, (Septuagint, Liber Sapientiae 2:2)

    (70인역 성경, 지혜서 2:2)

  • κινήσει τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἐπικροτήσει ταῖς χερσὶν αὐτοῦ καὶ πολλὰ διαψιθυρίσει καὶ ἀλλοιώσει τὸ πρόσωπον αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 12:18)

    (70인역 성경, Liber Sirach 12:18)

  • καὶ αἰσχυνεῖ σε ἐν τοῖς βρώμασιν αὐτοῦ, ἕως οὗ ἀποκενώσῃ σε δὶς ἢ τρίς, καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων καταμωκήσεταί σου. μετὰ ταῦτα ὄψεταί σε καὶ καταλείψει σε καὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ κινήσει ἐπὶ σοί. (Septuagint, Liber Sirach 13:7)

    (70인역 성경, Liber Sirach 13:7)

  • αὕτη ἡ πόλις ἡ φαυλίστρια ἡ κατοικοῦσα ἐπ᾿ ἐλπίδι, ἡ λέγουσα ἐν καρδίᾳ αὐτῆς. ἐγώ εἰμι, καὶ οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμὲ ἔτι. πῶς ἐγενήθη εἰς ἀφανισμὸν νομὴ θηρίων. πᾶς ὁ διαπορευόμενος δἰ αὐτῆς συριεῖ καὶ κινήσει τὰς χεῖρας αὐτοῦ. (Septuagint, Prophetia Sophoniae 2:15)

    (70인역 성경, 스바니야서 2:15)

  • ἀλλὰ σὺ μέν, ὦ γενναῖε, μονονουχὶ θεομαχῶν ὑβρίζεις εἰς τὴν ὀρχηστικὴν ὁ Σωκράτης δέ, σοφώτατος ἀνήρ, εἴ γε πιστευτέον τοῦτο περὶ αὐτοῦ λέγοντι τῷ Πυθίῳ, οὐ μόνον ἐπῄνει τὴν ὀρχηστικὴν ἀλλὰ καὶ ἐκμαθεῖν αὐτὴν ἠξίου, μέγιστον νέμων ^ εὐρυθμίᾳ καὶ εὐμουσίᾳ καὶ κινήσει ἐμμελεῖ καὶ εὐσχημοσύνῃ τοῦ κινουμένου: (Lucian, De saltatione, (no name) 24:2)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 24:2)

유의어

  1. 움직임

  2. 댄스

  3. 혁명

  4. inflection

관련어

명사

형용사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION