헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγχορευτής

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγχορευτής συγχορευτοῦ

형태분석: συγχορευτ (어간) + ης (어미)

  1. a companion in a dance

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡμεῖσ γὰρ ὑμᾶσ κακὸν μὲν οὐδὲν πώποτε ἐποιήσαμεν, μετεσχήκαμεν δὲ ὑμῖν καὶ ἱερῶν τῶν σεμνοτάτων καὶ θυσιῶν καὶ ἑορτῶν τῶν καλλίστων, καὶ συγχορευταὶ καὶ συμφοιτηταὶ γεγενήμεθα καὶ συστρατιῶται, καὶ πολλὰ μεθ’ ὑμῶν κεκινδυνεύκαμεν καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν ὑπὲρ τῆσ κοινῆσ ἀμφοτέρων ἡμῶν σωτηρίασ τε καὶ ἐλευθερίασ. (Xenophon, Hellenica, , chapter 4 24:4)

    (크세노폰, Hellenica, , chapter 4 24:4)

  • εἰ χορευτῇ τισ παρήγγελλε τὸ γνῶναι ἑαυτόν, οὔκουν ἂν τῇ προστάξει προσεῖχε τῷ ἐπιστραφῆναι καὶ τῶν συγχορευτῶν καὶ τῆσ πρὸσ αὐτοὺσ συμφωνίασ; (Epictetus, Works, book 0, 1:7)

    (에픽테토스, Works, book 0, 1:7)

유의어

  1. a companion in a dance

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION