- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάλαμος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: kalamos 고전 발음: [깔라모] 신약 발음: [깔라모]

기본형: κάλαμος καλάμου

형태분석: καλαμ (어간) + ος (어미)

  1. 갈대, 갈대 피리
  2. 막대기, 지팡이, 장대, 회사원
  3. 펜, 우리
  4. 티비아, 경골로 만든 관악기
  1. a reed
  2. anything made of reed or cane, staff, rod
  3. measuring rod
  4. pen
  5. flute
  6. shaft of an arrow

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κάλαμος

갈대가

καλάμω

갈대들이

κάλαμοι

갈대들이

속격 καλάμου

갈대의

καλάμοιν

갈대들의

καλάμων

갈대들의

여격 καλάμῳ

갈대에게

καλάμοιν

갈대들에게

καλάμοις

갈대들에게

대격 κάλαμον

갈대를

καλάμω

갈대들을

καλάμους

갈대들을

호격 κάλαμε

갈대야

καλάμω

갈대들아

κάλαμοι

갈대들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καί τις ὀρεσσαύλοιο δορὴ μετόπισθε χιμαίρης ἐκκρεμὲς ᾐώρητο καὶ αὐτῶν ἥπτετο μηρῶν, ποιμενίη δ ἀπέκειτο, βοῶν ἐλάτειρα, καλαῦροψ, τοῖος ἐπεὶ σύριγγος, ἐς ἤθεα βαιὸν ὁδεύων, ἀγροτέρων καλάμων λιγυρὴν ἐδίωκεν ἀοιδήν: (Colluthus, Rape of Helen, book 155)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 155)

  • ἑλάνη δὲ ἡ λαμπὰς καλεῖται, ὡς Ἀμερίας φησίν, Νίκανδρος δ ὁ Κολοφώνιος ἑλάνην τὴν τῶν καλάμων δέσμην. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, compendium in ce 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, compendium in ce 1:4)

  • συντελέσαι ποιήσαντα οὕτως, κατὰ τόπους τῆς χώρας τὰς ἐπικαιροτάτας τῶν ὁδῶν διέλαβε σταθμοῖς ἐπί τε τούτοις ἐκ χαράκων καὶ τῶν καλάμων τῶν τε οἰσυίνων ἐπεβάλλετο σκηνὰς χωρούσας ἀνὰ τετρακοσίους ἄνδρας καὶ πλείους ἔτι, καθὼς ἂν ἐκποιῶσιν οἱ τόποι τό τ ἀπὸ τῶν πόλεων δέξασθαι καὶ τῶν κωμῶν μέλλον ἐπιρρεῖν πλῆθος, ἐνταῦθα δὲ λέβητας ἐπέστησε κρεῶν παντοδαπῶν μεγάλους, οὓς πρὸ ἐνιαυτοῦ καὶ πρὸ τοῦ μέλλειν μεταπεμψάμενος τεχνίτας ἐξ ἄλλων πόλεων ἐχαλκεύσατο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 34 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 34 1:1)

  • τοῦ δὲ Μαρίου δεηθέντος τοῦτο ποιεῖν, ἀγαγὼν αὐτὸν εἰς τὸ ἕλος καὶ πτῆξαι κελεύσας ἐν χωρίῳ κοίλῳ παρὰ τὸν ποταμὸν ἐπέβαλε τῶν τε καλάμων πολλοὺς καὶ τῆς ἄλλης ἐπιφέρων ὕλης ὅση κούφη καὶ περιπέσσειν ἀβλαβῶς δυναμένη. (Plutarch, Caius Marius, chapter 37 6:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 37 6:1)

  • ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν καλάμων καὶ τῶν αὐλίσκων τῶν εἰς τὸ ὕδωρ καθιεμένων ἀληθὲς εἰπεῖν, ὅτι κενουμένου τοῦ περιεχομένου κατὰ τὴν εὐρυχωρίαν αὐτῶν ἀέρος ἢ κενὸς ἀθρόως ἔσται τόπος ἢ ἀκολουθήσει τὸ συνεχές: (Galen, On the Natural Faculties., B, section 17)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., B, section 17)

유의어

  1. 갈대

  2. 막대기

  3. measuring rod

  4. 티비아

  5. shaft of an arrow

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION