헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄτρακτος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄτρακτος ἀτράκτου

형태분석: ἀτρακτ (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 가락, 물레가락
  2. 화살, 다트
  1. spindle
  2. arrow
  3. upper part of a ship's mast
  4. spindle-shaped cautery

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἄτρακτος

가락이

ἀτράκτω

가락들이

ά̓τρακτοι

가락들이

속격 ἀτράκτου

가락의

ἀτράκτοιν

가락들의

ἀτράκτων

가락들의

여격 ἀτράκτῳ

가락에게

ἀτράκτοιν

가락들에게

ἀτράκτοις

가락들에게

대격 ά̓τρακτον

가락을

ἀτράκτω

가락들을

ἀτράκτους

가락들을

호격 ά̓τρακτε

가락아

ἀτράκτω

가락들아

ά̓τρακτοι

가락들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁρᾷσ καθάπερ ἀράχνιά τινα καταβαίνοντα ἐφ’ ἕκαστον ἀπὸ τῶν ἀτράκτων; (Lucian, Contemplantes, (no name) 16:2)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 16:2)

  • οὐδὲν γάρ ἐστιν ὅ τι μὴ αἱ Μοῖραι διατάττουσιν, ἀλλὰ πάντα ὁπόσα γίνεται, ὑπὸ τῷ τούτων ἀτράκτῳ στρεφόμενα εὐθὺσ ἐξ ἀρχῆσ ἕκαστον ἐπικεκλωσμένην ἔχει τὴν ἀπόβασιν, καὶ οὐ θέμισ ἄλλωσ γενέσθαι. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 1:12)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 1:12)

  • δοκεῖ γοῦν μοι δικαιότερον ἂν ἡ Κλωθὼ μεγαλαυχήσασθαι, ὡσ καὶ σὲ αὐτὸν ἀνάσπαστον αἰωροῦσα ἐκ τοῦ ἀτράκτου καθάπερ οἱ ἁλιεῖσ ἐκ τοῦ καλάμου τὰ ἰχθύδια. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 4:7)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 4:7)

  • στρατοῦ δὲ πλῆθοσ οὐδ’ ἂν ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι δυναίμην, ὡσ ἄπλατον ἦν ἰδεῖν, πολλοὶ μὲν ἱππῆσ, πολλὰ πελταστῶν τέλη, πολλοὶ δ’ ἀτράκτων τοξόται, πολὺσ δ’ ὄχλοσ γυμνὴσ ὁμαρτῇ, Θρῃκίαν ἔχων στολήν. (Euripides, Rhesus, episode 2:6)

    (에우리피데스, Rhesus, episode 2:6)

  • ὥσπερ κλωστῆρ’, ὅταν ἡμῖν ᾖ τεταραγμένοσ, ὧδε λαβοῦσαι, ὑπενεγκοῦσαι τοῖσιν ἀτράκτοισ τὸ μὲν ἐνταυθοῖ τὸ δ’ ἐκεῖσε, οὕτωσ καὶ τὸν πόλεμον τοῦτον διαλύσομεν, ἤν τισ ἐάσῃ, διενεγκοῦσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυθοῖ τὸ δ’ ἐκεῖσε. (Aristophanes, Lysistrata, Agon, antepirrheme15)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Agon, antepirrheme15)

  • πρὸσ δὲ τοῦθ’, ὅ μοι βάλοι νευροσπαδὴσ ἄτρακτοσ, αὐτὸσ ἂν τάλασ εἰλυόμην, δύστηνον ἐξέλκων πόδα, πρὸσ τοῦτ’ ἄν· (Sophocles, Philoctetes, episode 2:3)

    (소포클레스, 필록테테스, episode 2:3)

  • ἔκειτο δὲ πάλαι καὶ σανδάλια καὶ ἄτρακτοσ, τὸ μὲν οἰκουρίασ αὐτῆσ, τὸ δ’ ἐνεργείασ σύμβολον. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 30 1:4)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 30 1:4)

유의어

  1. 가락

  2. 화살

  3. upper part of a ship's mast

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION