헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀιστός

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀιστός

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 화살, 다트
  1. an arrow

예문

  • ὁ γὰρ ὀιστὸσ αὐτοῖσιν ὀλίγον ἀποδέων τριπήχεοσ, οὐδέ τι ἀντέχει τοξευθὲν πρὸσ Ἰνδοῦ ἀνδρὸσ τοξικοῦ, οὔτε ἀσπὶσ οὔτε θώρηξ οὔτε εἴ τι καρτερώτερον ἐγένετο. (Arrian, Indica, chapter 16 7:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 16 7:1)

  • αὖ ἔρυσαν μὲν πρῶτα καὶ ἔσφαξαν καὶ ἔδειραν καὶ λίγξε βιόσ, νευρὴ δὲ μέγ’ ἰάχεν, ἆλτο δ’ ὀιστόσ καὶ σφαῖραν ἔπειτ’ ἔρριψε μετ’ ἀμφίπολον βασίλεια· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 533)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 533)

  • ἐν πᾶσι δὲ τῷ ἐνέργειαν ποιεῖν εὐδοκιμεῖ, οἱο͂ν ἐν τοῖσδε, αὖτισ ἐπὶ δάπεδόνδε κυλίνδετο λᾶασ ἀναιδήσ, καὶ ἔπτατ’ ὀιστόσ, καὶ ἐπιπτέσθαι μενεαίνων, καὶ ἐν γαίῃ ἵσταντο λιλαιόμενα χροὸσ ἆσαι, καὶ αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο μαιμώωσα. (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 11 3:2)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 3, chapter 11 3:2)

  • εἰσ ὑπέρθυρον οἴκου ἐν Κυζίκῳ σωθέντοσ ἀπὸ πυρόσ Μῶμε μιαιφόνε, σόσ σε κατέκτανε πικρὸσ ὀιστόσ· (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 1031)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 1, chapter 1031)

  • διὰ στόματοσ γὰρ ὀιστὸσ ἠίξεν, τυτθοῦ βαιὸν ὕπερθε βρέφουσ. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 3313)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 3313)

유의어

  1. 화살

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION