헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάλαμος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κάλαμος καλάμου

형태분석: καλαμ (어간) + ος (어미)

  1. 갈대, 갈대 피리
  2. 막대기, 지팡이, 장대, 회사원
  3. 펜, 우리
  4. 티비아, 경골로 만든 관악기
  1. a reed
  2. anything made of reed or cane, staff, rod
  3. measuring rod
  4. pen
  5. flute
  6. shaft of an arrow

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κάλαμος

갈대가

καλάμω

갈대들이

κάλαμοι

갈대들이

속격 καλάμου

갈대의

καλάμοιν

갈대들의

καλάμων

갈대들의

여격 καλάμῳ

갈대에게

καλάμοιν

갈대들에게

καλάμοις

갈대들에게

대격 κάλαμον

갈대를

καλάμω

갈대들을

καλάμους

갈대들을

호격 κάλαμε

갈대야

καλάμω

갈대들아

κάλαμοι

갈대들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔνθεν καὶ ἔνθεν κραδάνασ αὐτὸν ὡσ κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου, ὥστε κατ’ ἐδάφουσ ἄπρακτον, ἔτι καὶ τοῖσ μέλεσι παραλελυμένον μηδὲ φωνῆσαι δύνασθαι δικαίᾳ περιπεπλεγμένον κρίσει. (Septuagint, Liber Maccabees III 2:22)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 2:22)

  • ὑπὸ παντοδαπὰ δένδρα κοιμᾶται, παρὰ πάπυρον καὶ κάλαμον καὶ βούτομον. (Septuagint, Liber Iob 40:21)

    (70인역 성경, 욥기 40:21)

  • κάλαμον τεθλασμένον οὐ συντρίψει καὶ λίνον καπνιζόμενον οὐ σβέσει, ἀλλὰ εἰσ ἀλήθειαν ἐξοίσει κρίσιν. (Septuagint, Liber Isaiae 42:3)

    (70인역 성경, 이사야서 42:3)

  • καὶ περὶ ἐκείνου τὸ τῆσ παιδιᾶσ λέγουσιν, ὅτι μικροῖσ τοῖσ παιδίοισ οὖσι κάλαμον περιβεβηκὼσ ὥσπερ ἵππον οἴκοι συνέπαιζεν, ὀφθεὶσ δὲ ὑπό τινοσ τῶν φίλων παρεκάλει μηδενὶ φράσαι, πρὶν ἂν καὶ αὐτὸσ πατὴρ παίδων γένηται. (Plutarch, Agesilaus, chapter 25 5:3)

    (플루타르코스, Agesilaus, chapter 25 5:3)

  • τοῖσ δ’ ἀπόροισ ἐπιτάττει κάλαμον ἢ στιβάδα ἢ φύλλα δάφνησ φέρειν, ὅπωσ ἔχωσι τὰ ἐπάικλα κάπτειν μετὰ δεῖπνον γίνεται γὰρ ἄλφιτα ἐλαίῳ ἐρραμένα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 18 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 18 1:2)

  • ἰδοὺ δὴ λαβέ, καὶ τὸν κάλαμόν γε ἅμα, ὡσ πάντα ἔχῃσ. (Lucian, Piscator, (no name) 47:6)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 47:6)

유의어

  1. 갈대

  2. 막대기

  3. measuring rod

  4. 티비아

  5. shaft of an arrow

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION