ἐπάρχω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπάρχω
ἐπάρξω
형태분석:
ἐπ
(접두사)
+
ά̓ρχ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 시작하다, 착수하다
- 제공하다, 바치다
- to be governor of
- to rule in addition to
- to begin
- to offer
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- προσέταξε δὲ ἐπιμεληθῆναι Σισίννῃ ἐπάρχῳ Συρίασ καὶ Φοινίκησ καὶ Σαθραβουζάνῃ καὶ τοῖσ συνεταίροισ καὶ τοῖσ ἀποτεταγμένοισ ἐν Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ ἡγεμόσιν ἀπέχεσθαι τοῦ τόπου, ἐᾶσαι δὲ τὸν παῖδα Κυρίου Ζοροβάβελ, ἔπαρχον δὲ τῆσ Ἰουδαίασ, καὶ τοὺσ πρεσβυτέρουσ τῶν Ἰουδαίων τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου ἐκεῖνον οἰκοδομεῖν ἐπὶ τοῦ τόπου. (Septuagint, Liber Esdrae I 6:26)
(70인역 성경, 에즈라기 6:26)
- ἔπεμψεν οὖν Τιτιανὸν ἐπὶ τὰ στρατεύματα τὸν ἀδελφὸν καὶ Πρόκλον τὸν ἔπαρχον, ὃσ εἶχεν ἔργῳ τὴν πᾶσαν ἀρχήν, πρόσχημα δὲ ἦν ὁ Τιτιανόσ. (Plutarch, Otho, chapter 7 4:3)
(플루타르코스, Otho, chapter 7 4:3)
- εὐθὺσ οὖν Τιγελλίνῳ μὲν τῷ συνάρχοντι προσέταξεν ἀποθέσθαι τὸ ξίφοσ, ὑποδοχὰσ δὲ ποιούμενοσ ἐδείπνιζε τοὺσ ὑπατικοὺσ καὶ τοὺσ ἡγεμονικούσ, ἔτι τὸ Γάλβα προστιθεὶσ ὄνομα ταῖσ κλήσεσιν, ἔν τε τῷ στρατοπέδῳ πολλοὺσ παρεσκεύασε λέγειν ὡσ πεμπτέον ἐστὶ πρὸσ Γάλβαν αἰτουμένουσ ἔπαρχον εἰσαεὶ Νυμφίδιον ἄνευ συνάρχοντοσ. (Plutarch, Galba, chapter 8 2:1)
(플루타르코스, Galba, chapter 8 2:1)
- ὁ γὰρ Νυμφίδιοσ εὐθὺσ ἐπανελθόντοσ τοῦ Γελλιανοῦ πρὸσ αὐτόν, ὃν ἔπεμψε τοῦ Γάλβᾳ τρόπον τινὰ κατάσκοπον, ἀκούσασ τῆσ μὲν αὐλῆσ καὶ τῶν δορυφόρων ἔπαρχον ἀποδεδεῖχθαι Κορνήλιον Λάκωνα, τὸ δὲ σύμπαν εἶναι τοῦ Οὐινίου κράτοσ, αὐτῷ δὲ μηδέποτε τοῦ Γάλβᾳ στῆναι πλησίον ἐγγεγονέναι μηδὲ ἐντυχεῖν ἰδίᾳ, πάντων αὐτὸν ὑφορωμένων καὶ διαφυλαττόντων, ἐθορυβήθη καὶ συναγαγὼν τοὺσ ἡγεμόνασ τοῦ στρατεύματοσ ἔφη Γάλβαν μὲν αὐτὸν εἶναι πρεσβύτην ἐπιεικῆ καὶ μέτριον, ἐλάχιστα δὲ τοῖσ αὑτοῦ χρώμενον λογισμοῖσ ὑπὸ Οὐινίου καὶ Λάκωνοσ οὐκ εὖ διοικεῖσθαι. (Plutarch, Galba, chapter 13 1:1)
(플루타르코스, Galba, chapter 13 1:1)
- ὅσ γε πρῶτον μὲν καθεζόμενοσ ἐπὶ βήματοσ περιφανοῦσ, ὥσπερ ἔθοσ ἦν τοῖσ τὰσ ἀρχὰσ ἔχουσιν, ἐχρημάτιζε τοῖσ προσιοῦσι δἰ ἡμέρασ περὶ τὴν σιτοδοσίαν, ἐκβαλὼν τῆσ τιμῆσ ταύτησ τὸν ἀποδειχθέντα ἔπαρχον ὑπὸ τῆσ βουλῆσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 12, chapter 1 4:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 12, chapter 1 4:1)
유의어
-
to rule in addition to
-
시작하다
- καθηγέομαι (시작하다, 착수하다)
- ἐνίστημι (시작하다, 착수하다)
- ἄρχω (시작하다, 착수하다)
- ἐξάρχω (to begin with, make a beginning of)
- ἀρχηγετέω (to make a beginning)
- ὑπάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- ὑπάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- κατάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- προενάρχομαι (to begin before)
- πρόειμι (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- κῑνέω (시작하다, 야기시키다, 착수하다)
- ἐνάρχομαι (to begin the offering)
- ἀναμέλπω (to begin to sing)
- ἐξάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- ὑπάρχω ( to begin doing)
- ὁρμάω (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- ἀνερυθριάω (to begin to blush, blush up)
- ὑποπεινάω (굶주리다)
- κατάρχω (시작하다, 이끌다, 안내하다)
-
제공하다
- προτείνω (제공하다, 바치다)
- ἀποθύω (제공하다, 바치다)
- θυλέομαι (제공하다, 바치다)
- ἔρδω (to make or offer)
- προπαρέχω (to offer before)
- ἀντιπροτείνω (to offer in turn)
- ἐπιστέφω (제공하다, 바치다, 드리다)
- καθιερεύω (제공하다, 바치다, 제물로 바치다)
- ἱεροποιέω (제물로 바치다, 희생하다, 드리다)
- ἐπιρρέζω (to offer sacrifices at)
- ἐγκαίω (번제를 바치다)
- ἐνάρχομαι (to begin the offering)
- παρατίθημι (제공하다, 바치다, 공급하다)
- ἀπορρέζω (to offer some of)
- ἀναφέρω (제공하다, 바치다, 기여하다)
- προκαλέω (제공하다, 바치다, 드리다)
- προίσχω (제안하다, 제공하다, 바치다)
- ἐπικηρύσσω (to offer as a reward)
- καταθύω (바치다, 제공하다, 헌신하다)
- ἐπιθυμιάω (to offer incense)
- ἐπιθύω (제공하다, 바치다, 드리다)
파생어
- ἀπάρχομαι (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- ἄρχω (첫째가다, 먼저하다, 시작하다)
- ἐνάρχομαι (to begin the offering)
- ἐξάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- κατάρχω (시작하다, 이끌다, 안내하다)
- προενάρχομαι (to begin before)
- προκατάρχομαι (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- προσυπάρχω (to exist besides, besides I could)
- προυπάρχω (to be beforehand in, to make a beginning of, to begin with)
- συνάρχω (to rule jointly with, to be a colleague in office, a colleague)
- ὑπάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)