헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνερυθριάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνερυθριάω

형태분석: ἀν (접두사) + ἐρυθριά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to begin to blush, blush up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνερυθρίω

ἀνερυθρίᾳς

ἀνερυθρίᾳ

쌍수 ἀνερυθρίᾱτον

ἀνερυθρίᾱτον

복수 ἀνερυθρίωμεν

ἀνερυθρίᾱτε

ἀνερυθρίωσιν*

접속법단수 ἀνερυθρίω

ἀνερυθρίῃς

ἀνερυθρίῃ

쌍수 ἀνερυθρίητον

ἀνερυθρίητον

복수 ἀνερυθρίωμεν

ἀνερυθρίητε

ἀνερυθρίωσιν*

기원법단수 ἀνερυθρίῳμι

ἀνερυθρίῳς

ἀνερυθρίῳ

쌍수 ἀνερυθρίῳτον

ἀνερυθριῷτην

복수 ἀνερυθρίῳμεν

ἀνερυθρίῳτε

ἀνερυθρίῳεν

명령법단수 ἀνερυθρῖᾱ

ἀνερυθριᾶτω

쌍수 ἀνερυθρίᾱτον

ἀνερυθριᾶτων

복수 ἀνερυθρίᾱτε

ἀνερυθριῶντων, ἀνερυθριᾶτωσαν

부정사 ἀνερυθρίᾱν

분사 남성여성중성
ἀνερυθριων

ἀνερυθριωντος

ἀνερυθριωσα

ἀνερυθριωσης

ἀνερυθριων

ἀνερυθριωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνερυθρίωμαι

ἀνερυθρίᾳ

ἀνερυθρίᾱται

쌍수 ἀνερυθρίᾱσθον

ἀνερυθρίᾱσθον

복수 ἀνερυθριῶμεθα

ἀνερυθρίᾱσθε

ἀνερυθρίωνται

접속법단수 ἀνερυθρίωμαι

ἀνερυθρίῃ

ἀνερυθρίηται

쌍수 ἀνερυθρίησθον

ἀνερυθρίησθον

복수 ἀνερυθριώμεθα

ἀνερυθρίησθε

ἀνερυθρίωνται

기원법단수 ἀνερυθριῷμην

ἀνερυθρίῳο

ἀνερυθρίῳτο

쌍수 ἀνερυθρίῳσθον

ἀνερυθριῷσθην

복수 ἀνερυθριῷμεθα

ἀνερυθρίῳσθε

ἀνερυθρίῳντο

명령법단수 ἀνερυθρίω

ἀνερυθριᾶσθω

쌍수 ἀνερυθρίᾱσθον

ἀνερυθριᾶσθων

복수 ἀνερυθρίᾱσθε

ἀνερυθριᾶσθων, ἀνερυθριᾶσθωσαν

부정사 ἀνερυθρίᾱσθαι

분사 남성여성중성
ἀνερυθριωμενος

ἀνερυθριωμενου

ἀνερυθριωμενη

ἀνερυθριωμενης

ἀνερυθριωμενον

ἀνερυθριωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to begin to blush

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION