헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπερυθριάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπερυθριάω ὑπερυθριάσω

형태분석: ὑπ (접두사) + ἐρυθριά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to blush a little

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερυθρίω

ὑπερυθρίᾳς

ὑπερυθρίᾳ

쌍수 ὑπερυθρίᾱτον

ὑπερυθρίᾱτον

복수 ὑπερυθρίωμεν

ὑπερυθρίᾱτε

ὑπερυθρίωσιν*

접속법단수 ὑπερυθρίω

ὑπερυθρίῃς

ὑπερυθρίῃ

쌍수 ὑπερυθρίητον

ὑπερυθρίητον

복수 ὑπερυθρίωμεν

ὑπερυθρίητε

ὑπερυθρίωσιν*

기원법단수 ὑπερυθρίῳμι

ὑπερυθρίῳς

ὑπερυθρίῳ

쌍수 ὑπερυθρίῳτον

ὑπερυθριῷτην

복수 ὑπερυθρίῳμεν

ὑπερυθρίῳτε

ὑπερυθρίῳεν

명령법단수 ὑπερυθρῖᾱ

ὑπερυθριᾶτω

쌍수 ὑπερυθρίᾱτον

ὑπερυθριᾶτων

복수 ὑπερυθρίᾱτε

ὑπερυθριῶντων, ὑπερυθριᾶτωσαν

부정사 ὑπερυθρίᾱν

분사 남성여성중성
ὑπερυθριων

ὑπερυθριωντος

ὑπερυθριωσα

ὑπερυθριωσης

ὑπερυθριων

ὑπερυθριωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερυθρίωμαι

ὑπερυθρίᾳ

ὑπερυθρίᾱται

쌍수 ὑπερυθρίᾱσθον

ὑπερυθρίᾱσθον

복수 ὑπερυθριῶμεθα

ὑπερυθρίᾱσθε

ὑπερυθρίωνται

접속법단수 ὑπερυθρίωμαι

ὑπερυθρίῃ

ὑπερυθρίηται

쌍수 ὑπερυθρίησθον

ὑπερυθρίησθον

복수 ὑπερυθριώμεθα

ὑπερυθρίησθε

ὑπερυθρίωνται

기원법단수 ὑπερυθριῷμην

ὑπερυθρίῳο

ὑπερυθρίῳτο

쌍수 ὑπερυθρίῳσθον

ὑπερυθριῷσθην

복수 ὑπερυθριῷμεθα

ὑπερυθρίῳσθε

ὑπερυθρίῳντο

명령법단수 ὑπερυθρίω

ὑπερυθριᾶσθω

쌍수 ὑπερυθρίᾱσθον

ὑπερυθριᾶσθων

복수 ὑπερυθρίᾱσθε

ὑπερυθριᾶσθων, ὑπερυθριᾶσθωσαν

부정사 ὑπερυθρίᾱσθαι

분사 남성여성중성
ὑπερυθριωμενος

ὑπερυθριωμενου

ὑπερυθριωμενη

ὑπερυθριωμενης

ὑπερυθριωμενον

ὑπερυθριωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to blush a little

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION