헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπερυθριάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπερυθριάω

형태분석: ἀπ (접두사) + ἐρυθριά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to put away blushes, to be past blushing

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπερυθρίω

ἀπερυθρίᾳς

ἀπερυθρίᾳ

쌍수 ἀπερυθρίᾱτον

ἀπερυθρίᾱτον

복수 ἀπερυθρίωμεν

ἀπερυθρίᾱτε

ἀπερυθρίωσιν*

접속법단수 ἀπερυθρίω

ἀπερυθρίῃς

ἀπερυθρίῃ

쌍수 ἀπερυθρίητον

ἀπερυθρίητον

복수 ἀπερυθρίωμεν

ἀπερυθρίητε

ἀπερυθρίωσιν*

기원법단수 ἀπερυθρίῳμι

ἀπερυθρίῳς

ἀπερυθρίῳ

쌍수 ἀπερυθρίῳτον

ἀπερυθριῷτην

복수 ἀπερυθρίῳμεν

ἀπερυθρίῳτε

ἀπερυθρίῳεν

명령법단수 ἀπερυθρῖᾱ

ἀπερυθριᾶτω

쌍수 ἀπερυθρίᾱτον

ἀπερυθριᾶτων

복수 ἀπερυθρίᾱτε

ἀπερυθριῶντων, ἀπερυθριᾶτωσαν

부정사 ἀπερυθρίᾱν

분사 남성여성중성
ἀπερυθριων

ἀπερυθριωντος

ἀπερυθριωσα

ἀπερυθριωσης

ἀπερυθριων

ἀπερυθριωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπερυθρίωμαι

ἀπερυθρίᾳ

ἀπερυθρίᾱται

쌍수 ἀπερυθρίᾱσθον

ἀπερυθρίᾱσθον

복수 ἀπερυθριῶμεθα

ἀπερυθρίᾱσθε

ἀπερυθρίωνται

접속법단수 ἀπερυθρίωμαι

ἀπερυθρίῃ

ἀπερυθρίηται

쌍수 ἀπερυθρίησθον

ἀπερυθρίησθον

복수 ἀπερυθριώμεθα

ἀπερυθρίησθε

ἀπερυθρίωνται

기원법단수 ἀπερυθριῷμην

ἀπερυθρίῳο

ἀπερυθρίῳτο

쌍수 ἀπερυθρίῳσθον

ἀπερυθριῷσθην

복수 ἀπερυθριῷμεθα

ἀπερυθρίῳσθε

ἀπερυθρίῳντο

명령법단수 ἀπερυθρίω

ἀπερυθριᾶσθω

쌍수 ἀπερυθρίᾱσθον

ἀπερυθριᾶσθων

복수 ἀπερυθρίᾱσθε

ἀπερυθριᾶσθων, ἀπερυθριᾶσθωσαν

부정사 ἀπερυθρίᾱσθαι

분사 남성여성중성
ἀπερυθριωμενος

ἀπερυθριωμενου

ἀπερυθριωμενη

ἀπερυθριωμενης

ἀπερυθριωμενον

ἀπερυθριωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION