헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θριαμβεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θριαμβεύω

형태분석: θριαμβεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: qri/ambos

  1. 승리를 거두다, 이기다
  1. to triumph
  2. to lead in triumph

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θριαμβεύω

(나는) 승리를 거둔다

θριαμβεύεις

(너는) 승리를 거둔다

θριαμβεύει

(그는) 승리를 거둔다

쌍수 θριαμβεύετον

(너희 둘은) 승리를 거둔다

θριαμβεύετον

(그 둘은) 승리를 거둔다

복수 θριαμβεύομεν

(우리는) 승리를 거둔다

θριαμβεύετε

(너희는) 승리를 거둔다

θριαμβεύουσιν*

(그들은) 승리를 거둔다

접속법단수 θριαμβεύω

(나는) 승리를 거두자

θριαμβεύῃς

(너는) 승리를 거두자

θριαμβεύῃ

(그는) 승리를 거두자

쌍수 θριαμβεύητον

(너희 둘은) 승리를 거두자

θριαμβεύητον

(그 둘은) 승리를 거두자

복수 θριαμβεύωμεν

(우리는) 승리를 거두자

θριαμβεύητε

(너희는) 승리를 거두자

θριαμβεύωσιν*

(그들은) 승리를 거두자

기원법단수 θριαμβεύοιμι

(나는) 승리를 거두기를 (바라다)

θριαμβεύοις

(너는) 승리를 거두기를 (바라다)

θριαμβεύοι

(그는) 승리를 거두기를 (바라다)

쌍수 θριαμβεύοιτον

(너희 둘은) 승리를 거두기를 (바라다)

θριαμβευοίτην

(그 둘은) 승리를 거두기를 (바라다)

복수 θριαμβεύοιμεν

(우리는) 승리를 거두기를 (바라다)

θριαμβεύοιτε

(너희는) 승리를 거두기를 (바라다)

θριαμβεύοιεν

(그들은) 승리를 거두기를 (바라다)

명령법단수 θριάμβευε

(너는) 승리를 거두어라

θριαμβευέτω

(그는) 승리를 거두어라

쌍수 θριαμβεύετον

(너희 둘은) 승리를 거두어라

θριαμβευέτων

(그 둘은) 승리를 거두어라

복수 θριαμβεύετε

(너희는) 승리를 거두어라

θριαμβευόντων, θριαμβευέτωσαν

(그들은) 승리를 거두어라

부정사 θριαμβεύειν

승리를 거두는 것

분사 남성여성중성
θριαμβευων

θριαμβευοντος

θριαμβευουσα

θριαμβευουσης

θριαμβευον

θριαμβευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θριαμβεύομαι

(나는) 승리를 거두어진다

θριαμβεύει, θριαμβεύῃ

(너는) 승리를 거두어진다

θριαμβεύεται

(그는) 승리를 거두어진다

쌍수 θριαμβεύεσθον

(너희 둘은) 승리를 거두어진다

θριαμβεύεσθον

(그 둘은) 승리를 거두어진다

복수 θριαμβευόμεθα

(우리는) 승리를 거두어진다

θριαμβεύεσθε

(너희는) 승리를 거두어진다

θριαμβεύονται

(그들은) 승리를 거두어진다

접속법단수 θριαμβεύωμαι

(나는) 승리를 거두어지자

θριαμβεύῃ

(너는) 승리를 거두어지자

θριαμβεύηται

(그는) 승리를 거두어지자

쌍수 θριαμβεύησθον

(너희 둘은) 승리를 거두어지자

θριαμβεύησθον

(그 둘은) 승리를 거두어지자

복수 θριαμβευώμεθα

(우리는) 승리를 거두어지자

θριαμβεύησθε

(너희는) 승리를 거두어지자

θριαμβεύωνται

(그들은) 승리를 거두어지자

기원법단수 θριαμβευοίμην

(나는) 승리를 거두어지기를 (바라다)

θριαμβεύοιο

(너는) 승리를 거두어지기를 (바라다)

θριαμβεύοιτο

(그는) 승리를 거두어지기를 (바라다)

쌍수 θριαμβεύοισθον

(너희 둘은) 승리를 거두어지기를 (바라다)

θριαμβευοίσθην

(그 둘은) 승리를 거두어지기를 (바라다)

복수 θριαμβευοίμεθα

(우리는) 승리를 거두어지기를 (바라다)

θριαμβεύοισθε

(너희는) 승리를 거두어지기를 (바라다)

θριαμβεύοιντο

(그들은) 승리를 거두어지기를 (바라다)

명령법단수 θριαμβεύου

(너는) 승리를 거두어져라

θριαμβευέσθω

(그는) 승리를 거두어져라

쌍수 θριαμβεύεσθον

(너희 둘은) 승리를 거두어져라

θριαμβευέσθων

(그 둘은) 승리를 거두어져라

복수 θριαμβεύεσθε

(너희는) 승리를 거두어져라

θριαμβευέσθων, θριαμβευέσθωσαν

(그들은) 승리를 거두어져라

부정사 θριαμβεύεσθαι

승리를 거두어지는 것

분사 남성여성중성
θριαμβευομενος

θριαμβευομενου

θριαμβευομενη

θριαμβευομενης

θριαμβευομενον

θριαμβευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθριάμβευον

(나는) 승리를 거두고 있었다

ἐθριάμβευες

(너는) 승리를 거두고 있었다

ἐθριάμβευεν*

(그는) 승리를 거두고 있었다

쌍수 ἐθριαμβεύετον

(너희 둘은) 승리를 거두고 있었다

ἐθριαμβευέτην

(그 둘은) 승리를 거두고 있었다

복수 ἐθριαμβεύομεν

(우리는) 승리를 거두고 있었다

ἐθριαμβεύετε

(너희는) 승리를 거두고 있었다

ἐθριάμβευον

(그들은) 승리를 거두고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθριαμβευόμην

(나는) 승리를 거두어지고 있었다

ἐθριαμβεύου

(너는) 승리를 거두어지고 있었다

ἐθριαμβεύετο

(그는) 승리를 거두어지고 있었다

쌍수 ἐθριαμβεύεσθον

(너희 둘은) 승리를 거두어지고 있었다

ἐθριαμβευέσθην

(그 둘은) 승리를 거두어지고 있었다

복수 ἐθριαμβευόμεθα

(우리는) 승리를 거두어지고 있었다

ἐθριαμβεύεσθε

(너희는) 승리를 거두어지고 있었다

ἐθριαμβεύοντο

(그들은) 승리를 거두어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σεμνύνεσθαι γὰρ ἐδόκει καὶ μέγα φρονεῖν καὶ τρόπον τινὰ θριαμβεύειν ἐπὶ φόνοισ τοσούτοισ πολιτῶν, διὸ καὶ νυκτὸσ ὑπὸ τὴν ἐπιγραφὴν τοῦ νεὼ παρενέγραψάν τινεσ τὸν στίχον τοῦτον· (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 17 6:2)

    (플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 17 6:2)

  • ὧν ὁ μὲν ἡμέραισ πέντε πρὸ τοῦ θριαμβεύειν τὸν Αἰμίλιον ἐτελεύτησε τεσσαρεσκαιδεκέτησ, ὁ δὲ δωδεκέτησ μετὰ τρεῖσ ἡμέρασ θριαμβεύσαντοσ ἐπαπέθανεν, ὥστε μηδένα γενέσθαι Ῥωμαίων τοῦ πάθουσ ἀνάλγητον, ἀλλὰ φρῖξαι τὴν ὠμότητα τῆσ τύχησ ἅπαντασ, ὡσ οὐκ ᾐδέσατο πένθοσ τοσοῦτον εἰσ οἰκίαν ζήλου καὶ χαρᾶσ καὶ θυσιῶν γέμουσαν εἰσάγουσα, καὶ καταμιγνύουσα θρήνουσ καὶ δάκρυα παιᾶσιν ἐπινικίοισ καὶ θριάμβοισ. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 35 2:1)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 35 2:1)

  • οὐ μὴν ἀλλὰ τῷ Μαρίῳ προσετίθετο σύμπαν τὸ ἔργον ἥ τε προτέρα νίκη καὶ τὸ πρόσχημα τῆσ ἀρχῆσ, μάλιστα δὲ οἱ πολλοὶ κτίστην τε Ῥώμησ τρίτον ἐκεῖνον ἀνηγόρευον, ὡσ οὐχ ἥττονα τοῦ Κελτικοῦ τοῦτον ἀπεωσμένον τὸν κίνδυνον, εὐθυμούμενοί τε μετὰ παίδων καὶ γυναικῶν ἕκαστοι κατ’ οἶκον ἅμα τοῖσ θεοῖσ καὶ Μαρίῳ δείπνου καὶ λοιβῆσ ἀπήρχοντο, καὶ θριαμβεύειν μόνον ἠξίουν ἀμφοτέρουσ τοὺσ θριάμβουσ. (Plutarch, Caius Marius, chapter 27 5:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 27 5:1)

  • ἔστι δὲ ὅ τι καὶ τοὺσ στρατιώτασ φοβηθείσ παρατεταγμένουσ, εἰ Κάτλοσ ἀπείργοιτο τῆσ τιμῆσ, μηδὲ ἐκεῖνον ἐᾶν θριαμβεύειν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 27 6:2)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 27 6:2)

  • "θριαμβευέτω. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 5 2:1)

    (플루타르코스, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 5 2:1)

유의어

  1. 승리를 거두다

  2. to lead in triumph

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION