ἐπάρχω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: eparchō
고전 발음: [에빠르코:]
신약 발음: [애빠르코]
기본형:
ἐπάρχω
ἐπάρξω
형태분석:
ἐπ
(접두사)
+
ἄρχ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 시작하다, 착수하다
- 제공하다, 바치다
- to be governor of
- to rule in addition to
- to begin
- to offer
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ πᾶς ἀνὴρ ἀνέστη ἐκ τοῦ τόπου αὐτῶν καὶ συνῆψαν ἐν Βααλθαμάρ, καὶ τό ἔνεδρον Ἰσραὴλ ἐπήρχετο ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ ἀπὸ Μαοραγαβέ. (Septuagint, Liber Iudicum 20:33)
(70인역 성경, 판관기 20:33)
- συναγωνιζόμενος γάρ, ὥσπερ εἴρηται, τοῖς Ἕλλησι καὶ τοὺς Μακεδόνων πρέσβεις ἐξελαύνων ἐπήρχετο τὰς πόλεις, πολὺ βελτίων Θεμιστοκλέους καὶ Ἀλκιβιάδου παρὰ τὰς αὐτὰς τύχας φανεὶς πολίτης: (Plutarch, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 4 2:2)
(플루타르코스, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 4 2:2)
- ἐκ δὲ τούτου Θασίους μὲν ἀποστάντας Ἀθηναίων καταναυμαχήσας τρεῖς καὶ τριάκοντα ναῦς ἔλαβε καὶ τὴν πόλιν ἐξεπολιόρκησε καὶ τὰ χρυσεῖα τὰ πέραν Ἀθηναίοις προσεκτήσατο καὶ χώραν, ἧς ἐπῆρχον Θάσιοι, παρέλαβεν. (Plutarch, , chapter 14 2:1)
(플루타르코스, , chapter 14 2:1)
- τοσαύτῃ δ ἡ πόλις ἐκέχρητο μεταβολῇ ὥστε πρότερον μὲν ὑπὲρ τῆς τῶν ἄλλων Ἑλλήνων ἐλευθερίας ἀγωνίζεσθαι, ἐν δὲ τοῖς τότε χρόνοις ἀγαπᾶν, ἐὰν ὑπὲρ τῆς αὑτῶν σωτηρίας ἀσφαλῶς δύνηται διακινδυνεῦσαι, καὶ πρότερον μὲν πολλῆς χώρας τῶν βαρβάρων ἐπάρχειν, τότε δὲ πρὸς Μακεδόνας ὑπὲρ τῆς ἰδίας κινδυνεύειν: (Lycurgus, Speeches, 58:1)
(리쿠르고스, 연설, 58:1)
- ὁ δὲ Κράσσος ὀκτὼ μῆνας οὕτω διαγαγὼν καὶ διακλαπείς, ἅμα τῷ πυθέσθαι τὴν Κίννα τελευτὴν φανερὸς γενόμενος, συνδραμόντων πρὸς αὑτὸν οὐκ ὀλίγων ἀνθρώπων, ἐπιλεξάμενος δισχιλίους καὶ πεντακοσίους ἐπήρχετο τὰς πόλεις: (Plutarch, chapter 6 1:1)
(플루타르코스, chapter 6 1:1)
- καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ, ἃ ἐξήνεγκε Ναβουχοδονόσορ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπηρείσατο αὐτὰ ἐν τῷ αὐτοῦ ναῷ, πάλιν ἐξήνεγκεν αὐτὰ Κῦρος ὁ βασιλεὺς ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ ἐν Βαβυλωνίᾳ, καὶ παρεδόθη Σαβανασσάρῳ Ζοροβάβελ τῷ ἐπάρχῳ, (Septuagint, Liber Esdrae I 6:17)
(70인역 성경, 에즈라기 6:17)
- προσέταξε δὲ ἐπιμεληθῆναι Σισίννῃ ἐπάρχῳ Συρίας καὶ Φοινίκης καὶ Σαθραβουζάνῃ καὶ τοῖς συνεταίροις καὶ τοῖς ἀποτεταγμένοις ἐν Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ ἡγεμόσιν ἀπέχεσθαι τοῦ τόπου, ἐᾶσαι δὲ τὸν παῖδα Κυρίου Ζοροβάβελ, ἔπαρχον δὲ τῆς Ἰουδαίας, καὶ τοὺς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου ἐκεῖνον οἰκοδομεῖν ἐπὶ τοῦ τόπου. (Septuagint, Liber Esdrae I 6:26)
(70인역 성경, 에즈라기 6:26)
- καὶ ἀπὸ τῆς φορολογίας Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης ἐπιμελῶς σύνταξιν δίδοσθαι τούτοις τοῖς ἀνθρώποις εἰς θυσίαν τῷ Κυρίῳ, Ζοροβάβελ ἐπάρχῳ, εἰς ταύρους καὶ κριοὺς καὶ ἄρνας, (Septuagint, Liber Esdrae I 6:28)
(70인역 성경, 에즈라기 6:28)
- ἔχω δὲ καὶ τεῖχος ἰσχυρὸν καὶ χώρας ἐπάρχω πολλῆς: (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 6 3:3)
(크세노폰, Cyropaedia, , chapter 6 3:3)
- "βασιλεὺς Δαρεῖος Σισίννῃ τῷ ἐπάρχῳ καὶ Σαραβαζάνῃ καὶ τοῖς ἑταίροις αὐτῶν χαίρειν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 11 130:2)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 11 130:2)
유의어
-
to rule in addition to
-
시작하다
- καθηγέομαι (시작하다, 착수하다)
- ἐνίστημι (시작하다, 착수하다)
- ἄρχω (시작하다, 착수하다)
- ἐξάρχω (to begin with, make a beginning of)
- ἀρχηγετέω (to make a beginning)
- ὑπάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- ὑπάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- κατάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- προενάρχομαι (to begin before)
- πρόειμι (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- κινέω (시작하다, 야기시키다, 착수하다)
- ἐνάρχομαι (to begin the offering)
- ἀναμέλπω (to begin to sing)
- ἐξάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- ὑπάρχω ( to begin doing)
- ὁρμάω (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- ἀνερυθριάω (to begin to blush, blush up)
- ὑποπεινάω (굶주리다)
- κατάρχω (시작하다, 이끌다, 안내하다)
-
제공하다
- προτείνω (제공하다, 바치다)
- ἀποθύω (제공하다, 바치다)
- θυλέομαι (제공하다, 바치다)
- ἔρδω (to make or offer)
- προπαρέχω (to offer before)
- ἀντιπροτείνω (to offer in turn)
- ἐπιστέφω (제공하다, 바치다, 드리다)
- καθιερεύω (제공하다, 바치다, 제물로 바치다)
- ἱεροποιέω (제물로 바치다, 희생하다, 드리다)
- ἐπιρρέζω (to offer sacrifices at)
- ἐγκαίω (번제를 바치다)
- ἐνάρχομαι (to begin the offering)
- παρατίθημι (제공하다, 바치다, 공급하다)
- ἀπορρέζω (to offer some of)
- ἀναφέρω (제공하다, 바치다, 기여하다)
- προκαλέω (제공하다, 바치다, 드리다)
- προίσχω (제안하다, 제공하다, 바치다)
- ἐπικηρύσσω (to offer as a reward)
- καταθύω (바치다, 제공하다, 헌신하다)
- ἐπιθυμιάω (to offer incense)
- ἐπιθύω (제공하다, 바치다, 드리다)
파생어
- ἀπάρχομαι (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- ἄρχω (첫째가다, 먼저하다, 시작하다)
- ἐνάρχομαι (to begin the offering)
- ἐξάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- κατάρχω (시작하다, 이끌다, 안내하다)
- προενάρχομαι (to begin before)
- προκατάρχομαι (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- προσυπάρχω (to exist besides, besides I could)
- προυπάρχω (to be beforehand in, to make a beginning of, to begin with)
- συνάρχω (to rule jointly with, to be a colleague in office, a colleague)
- ὑπάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)