ἐμμένω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐμμένω
ἐμμενῶ
ἐνέμεινα
ἐμμεμένηκα
형태분석:
ἐμ
(접두사)
+
μέν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 거주하다, 매달리다, 지키다, 수수방관하다, 대기하다
- 고정되어 있다, 지속하다, 머물다, 묵다
- to abide in a place
- to abide by, stand by, cleave to, be true to
- (of things) to remain fixed, stand fast, hold good
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀλλ’ ἐμμένων τῷ ἤθει καὶ πᾶν παθεῖν δεινὸν ἐπὶ τῷ μηθὲν αἰσχρὸν ἐργάσασθαι παρεσκευασμένοσ ἀπῆλθεν ἐκ τῆσ ἀγορᾶσ, διαλεγόμενοσ τοῖσ περὶ αὐτὸν ὡσ τὸ κακόν τι πρᾶξαι φαῦλον εἰή, τὸ δὲ καλὸν μέν, ἀκινδύνωσ δέ, κοινόν, ἴδιον δὲ ἀνδρὸσ ἀγαθοῦ τὸ μετὰ κινδύνων τὰ καλὰ πράσσειν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 29 6:1)
(플루타르코스, Caius Marius, chapter 29 6:1)
- Οὐεργίνιοσ δὲ Ῥοῦφοσ ἀμφίβολοσ ὢν ἔτι φροντίδα παρεῖχε, μὴ τῷ δυνάμεωσ πολλῆσ καὶ μαχιμωτάτησ ἄρχειν προσειληφὼσ τὸ νενικηκέναι Οὐίνδικα καὶ κεχειρῶσθαι μέγα μέροσ τῆσ Ῥωμαίων ἡγεμονίασ, ἐν σάλῳ γενομένην ἀποστατικῷ Γαλατίαν ἅπασαν, ὑπακούσαι τοῖσ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἐπὶ τὴν ἀρχήν, οὐδενὸσ γὰρ ἦν ὄνομα μεῖζον, οὐδὲ εἶχε δόξαν οὐδεὶσ ὅσην ὁ Οὐεργίνιοσ, ὡσ μεγίστη ῥοπὴ τοῖσ Ῥωμαίων πράγμασι τυραννίδοσ ὁμοῦ χαλεπῆσ καὶ Γαλατικῶν πολέμων ἀπαλλαγῇ γενόμενοσ, ἀλλ’ ἐκεῖνοσ τότε τοῖσ ἐξ ἀρχῆσ ἐμμένων λογισμοῖσ ἐφύλαττε τῇ συγκλήτῳ τὴν αἱρ́εσιν τοῦ αὐτοκράτοροσ. (Plutarch, Galba, chapter 10 1:2)
(플루타르코스, Galba, chapter 10 1:2)
- τὸ δ’ οὐκ ἀληθέσ ἐστιν, ἀλλὰ δι’ ἑρμηνέωσ ἐνέτυχε τοῖσ Ἀθηναίοισ, δυνηθεὶσ ἂν αὐτὸσ εἰπεῖν, ἐμμένων δὲ τοῖσ πατρίοισ καὶ καταγελῶν τῶν τὰ Ἑλληνικὰ τεθαυμακότων. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 12 4:3)
(플루타르코스, Marcus Cato, chapter 12 4:3)
- καὶ μετὰ ταῦτα προσκαλεῖται μέν με τὴν δίκην πάλιν, ἐπειδὴ θᾶττον ἀνείλετο τὰσ παρακαταβολάσ οὕτωσ εὐθὺσ ἦν δῆλοσ οὐδ’ οἷσ αὐτὸσ ὡρίσατ’ ἐμμένων δικαίοισ· (Demosthenes, Speeches 31-40, 68:2)
(데모스테네스, Speeches 31-40, 68:2)
- καὶ γὰρ ἐφύλαττε τοὺσ πλείστουσ νόμουσ τοῦ Σόλωνοσ, ἐμμένων πρῶτοσ αὐτὸσ καὶ τοὺσ φίλουσ ἀναγκάζων· (Plutarch, , chapter 31 1:3)
(플루타르코스, , chapter 31 1:3)
파생어
- ἀναμένω (기다리다, 머무르다, 남다)
- διαμένω (계속하다, 유지하다, 계속되다)
- ἐπαναμένω (기다리다, 예상하다, 대기하다)
- ἐπιμένω (기다리다, 머무르다, 묵다)
- καταμένω (머무르다, 남다, 묵다)
- μένω (머무르다, 남다, 묵다)
- παραμένω (머무르다, 기다리다, 묵다)
- περιμένω (기다리다, 예상하다, 기대하다)
- προσμένω (매달리다, 기다리다, 예상하다)
- συμμένω (계속하다, 가지다, 유지하다)
- συμπαραμένω (to stay along with or among)
- ὑπομένω (살아남다, 살아오다, 생존하다)