ἐμμένω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐμμένω
ἐμμενῶ
ἐνέμεινα
ἐμμεμένηκα
형태분석:
ἐμ
(접두사)
+
μέν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 거주하다, 매달리다, 지키다, 수수방관하다, 대기하다
- 고정되어 있다, 지속하다, 머물다, 묵다
- to abide in a place
- to abide by, stand by, cleave to, be true to
- (of things) to remain fixed, stand fast, hold good
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐ κατὰ τὴν διαθήκην, ἣν διεθέμην τοῖσ πατράσιν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπιλαβομένου μου τῆσ χειρὸσ αὐτῶν ἐξαγαγεῖν αὐτοὺσ ἐκ γῆσ Αἰγύπτου, ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἐνέμειναν ἐν τῇ διαθήκῃ μου, καὶ ἐγὼ ἠμέλησα αὐτῶν, φησὶ Κύριοσ. (Septuagint, Liber Ieremiae 38:32)
(70인역 성경, 예레미야서 38:32)
- ὅθεν οὐδὲ τῷ πρὸσ Κίμωνα θυμῷ πολὺν χρόνον ἐνέμειναν, τὰ μέν, ὡσ εἰκόσ, ὧν ἔπαθον εὖ μεμνημένοι, τὰ δὲ τοῦ καιροῦ συλλαμβανομένου. (Plutarch, , chapter 17 5:3)
(플루타르코스, , chapter 17 5:3)
- οὕτω τοίνυν, ὦ ἄνδρεσ, σφόδρα ἐνέμειναν ἐν τούτῳ πάντεσ ὥστε καὶ τὴν παρὰ τῶν θεῶν εὔνοιαν μεθ’ ἑαυτῶν ἔσχον βοηθόν, καὶ πάντων <τῶν> Ἑλλήνων ἀνδρῶν ἀγαθῶν γενομένων πρὸσ τὸν κίνδυνον, μάλιστα ἡ πόλισ ὑμῶν εὐδοκίμησεν. (Lycurgus, Speeches, 110:1)
(리쿠르고스, 연설, 110:1)
- τοὐναντίον μέντοι πολλοὶ παρ’ αὐτῶν εἰσ τοὺσ ἡμετέρουσ νόμουσ συνέβησαν εἰσελθεῖν, καί τινεσ μὲν ἐνέμειναν, εἰσὶ δ’ οἳ τὴν καρτερίαν οὐχ ὑπομείναντεσ πάλιν ἀπέστησαν. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 68:2)
(플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 68:2)
- ἐπεὶ δὲ πυρούμενον τὸ κέρασ ἄχρι ῥίζησ διέδωκε τῇ σαρκὶ τὴν αἴσθησιν, καὶ πρὸσ τὸν πόνον διαφέρουσαι καὶ τινάσσουσαι τὰσ κεφαλὰσ ἀνεπίμπλαντο πολλῆσ ἀπ’ ἀλλήλων φλογόσ, οὐκ ἐνέμειναν τῇ τάξει τῆσ πορείασ, ἀλλ’ ἔκφοβοι καὶ περιαλγεῖσ οὖσαι δρόμῳ κατὰ τῶν ὀρῶν ἐφέροντο, λαμπόμεναι μὲν οὐρὰσ ἄκρασ καὶ μέτωπα, πολλὴν δὲ τῆσ ὕλησ, δι’ ἧσ ἔφευγον, ἀνάπτουσαι. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 6 6:1)
(플루타르코스, Fabius Maximus, chapter 6 6:1)
- <ἐνέμειναν> αὐταὶ αἰ σεμναὶ θεαὶ τῇ πρὸσ Ὀρέστην ἐν τούτῳ τῷ συνεδρίῳ κρίσει γενομένῃ καὶ τῇ τούτου ἀληθείᾳ συνοίκουσ ἑαυτὰσ εἰσ τὸν λοιπὸν χρόνον κατέστησαν. (Dinarchus, Speeches, 105:2)
(디나르코스, 연설, 105:2)
파생어
- ἀναμένω (기다리다, 머무르다, 남다)
- διαμένω (계속하다, 유지하다, 계속되다)
- ἐπαναμένω (기다리다, 예상하다, 대기하다)
- ἐπιμένω (기다리다, 머무르다, 묵다)
- καταμένω (머무르다, 남다, 묵다)
- μένω (머무르다, 남다, 묵다)
- παραμένω (머무르다, 기다리다, 묵다)
- περιμένω (기다리다, 예상하다, 기대하다)
- προσμένω (매달리다, 기다리다, 예상하다)
- συμμένω (계속하다, 가지다, 유지하다)
- συμπαραμένω (to stay along with or among)
- ὑπομένω (살아남다, 살아오다, 생존하다)