ἐμμένω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐμμένω
ἐμμενῶ
ἐνέμεινα
ἐμμεμένηκα
형태분석:
ἐμ
(접두사)
+
μέν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 거주하다, 매달리다, 지키다, 수수방관하다, 대기하다
- 고정되어 있다, 지속하다, 머물다, 묵다
- to abide in a place
- to abide by, stand by, cleave to, be true to
- (of things) to remain fixed, stand fast, hold good
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐὰν ἐμμείνῃ, ὄνομα καταλείψει ἢ χίλιοι, καὶ ἐὰν ἀναπαύσηται, ἐμποιήσει αὐτῷ. (Septuagint, Liber Sirach 39:11)
(70인역 성경, Liber Sirach 39:11)
- καὶ ἣν ἂν βουλεύσησθε βουλήν, διασκεδάσει Κύριοσ, καὶ λόγον ὃν ἂν εἴπητε, οὐ μὴ ἐμμείνῃ ἐν ὑμῖν, ὅτι μεθ̓ ἡμῶν ὁ Θεόσ. (Septuagint, Liber Isaiae 8:10)
(70인역 성경, 이사야서 8:10)
- μὴ καὶ ἀφέλῃ ὑμῶν τὴν διαθήκην τοῦ θανάτου, καὶ ἡ ἐλπὶσ ὑμῶν ἡ πρὸσ τὸν ᾅδην οὐ μὴ ἐμμείνῃ. καταιγὶσ φερομένη ἐὰν ἐπέλθῃ, ἔσεσθε αὐτῇ εἰσ καταπάτημα. (Septuagint, Liber Isaiae 28:18)
(70인역 성경, 이사야서 28:18)
- Σαφέωσ γὰρ εἰδέναι χρὴ, ὅτι ἀποθανεῖται, ᾧ ἂν ἐμβληθέντα ἐμμείνῃ, καὶ ἡ ζωὴ δὲ ὀλιγήμεροσ τουτέοισι γενήσεται‧ ὀλίγοι γὰρ ἂν αὐτέων τὰσ ἑπτὰ ἡμέρασ ὑπερβάλλοιεν‧ σπασμὸσ γὰρ ὁ κτείνων ἐστίν‧ ἀτὰρ καὶ γαγγραινοῦσθαι ἱκνέεται τὴν κνήμην καὶ τὸν πόδα. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 63.2)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 63.2)
- Σάφα γὰρ ἐπίστασθαι χρὴ, ὅτι ἀποθανεῖται ἐν ὀλίγῃσιν ἡμέρῃσι τοιούτῳ θανάτῳ, οἱῴπερ καὶ πρόσθεν εἴρηται, ὅτῳ ἂν ἐμβληθέντα τὰ ὀστέα ἐμμείνῃ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 64.2)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 64.2)
파생어
- ἀναμένω (기다리다, 머무르다, 남다)
- διαμένω (계속하다, 유지하다, 계속되다)
- ἐπαναμένω (기다리다, 예상하다, 대기하다)
- ἐπιμένω (기다리다, 머무르다, 묵다)
- καταμένω (머무르다, 남다, 묵다)
- μένω (머무르다, 남다, 묵다)
- παραμένω (머무르다, 기다리다, 묵다)
- περιμένω (기다리다, 예상하다, 기대하다)
- προσμένω (매달리다, 기다리다, 예상하다)
- συμμένω (계속하다, 가지다, 유지하다)
- συμπαραμένω (to stay along with or among)
- ὑπομένω (살아남다, 살아오다, 생존하다)