διαμένω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διαμένω
διαμενῶ
διαμεμένηκα
Structure:
δια
(Prefix)
+
μέν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to remain by, stand by, to persevere, to stand firm, to continue
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τῆσ γὰρ πεζικῆσ δυνάμεωσ ἀθραύστου διαμενούσησ ἔφυγε μετὰ τὴν τῶν νεῶν ἧτταν, ὡσ οὐκ ὢν ἀξιόμαχοσ, καὶ Μαρδόνιον ἐμποδὼν εἶναι τοῖσ Ἕλλησι τῆσ διώξεωσ μᾶλλον ἢ δουλωσόμενον αὐτούσ, ὡσ ἐμοὶ δοκεῖ, κατέλιπεν. (Plutarch, , chapter 4 4:3)
- ἐκ τῆσ Ἀθηναίων πολιτείασ, ὡσ ἄν τισ εἰκάσειε, τῆσ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἔτι διαμενούσησ τὸ παράδειγμα λαβών. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 8 2:3)
- ἀπὸ δὲ τούτων τῶν χρόνων διαμενούσησ τῆσ πόλεωσ ἐπ’ ἔτη σχεδὸν ὀκτακόσια καὶ τὸ μὲν πρῶτον τῶν Θηβαίων τοῦ παρ’ αὐτῶν ἔθνουσ προστάντων, μετὰ δὲ ταῦτα τῆσ τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίασ ἀμφισβητησάντων Ἀλέξανδροσ ὁ Φιλίππου κατὰ κράτοσ ἐκπολιορκήσασκατέσκαψεν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 53 8:2)
- καὶ τῆσ διαλέκτου δὲ μέχρι νῦν διαμενούσησ τῆσ αὐτῆσ τοῖσ τε ἐκτὸσ τοῦ Εὐφράτου καὶ τοῖσ ἐντόσ, τὸ ἐνταῦθα μέντοι τοιούτῳ μερισμῷ διασπᾶν ἔθνοσ γνωριμώτατον καὶ τὰ μέρη συνάπτειν τοῖσ ἀλλοεθνέσιν ἥκιστα ἂν πρέποι. (Strabo, Geography, book 2, chapter 1 60:11)
- Ῥωμαῖοι δὲ τοῦ μὲν δικαιολογεῖσθαι καθάπαξ ἀπεγίνωσκον, φάσκοντεσ ἀκεραίου μὲν ἔτι διαμενούσησ τῆσ τῶν Ζακανθαίων πόλεωσ ἐπιδέχεσθαι τὰ πράγματα δικαιολογίαν καὶ δυνατὸν εἶναι λόγῳ περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων διεξάγειν· (Polybius, Histories, book 3, chapter 21 6:1)
Derived
- ἀναμένω (to wait for, await, to await)
- ἐμμένω (to abide in a place, to abide by, stand by)
- ἐπαναμένω (to wait longer, to wait for, is there in store)
- ἐπιμένω (to stay on, tarry or abide still, wait)
- καταμένω (to stay behind, stay, to remain fixed)
- μένω (I stay, wait, I stand fast)
- παραμένω (I stay near, stand beside, I stand my ground)
- περιμένω (to wait for, await, to await)
- προσμένω (to bide or wait still longer, to remain attached to, to cleave to)
- συμμένω (to hold together, keep together, to hold)
- συμπαραμένω (to stay along with or among)
- ὑπομένω (to stay behind, survive, to await)