Ancient Greek-English Dictionary Language

ζωτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ζωτικός ζωτική ζωτικόν

Structure: ζωτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: za/w

Sense

  1. full of life, lively, fond of life
  2. true to life, that look of life

Examples

  • ὅτι ἠγνόησε τὸν πλάσαντα αὐτὸν καὶ τὸν ἐμπνεύσαντα αὐτῷ ψυχὴν ἐνεργοῦσαν καὶ ἐμφυσήσαντα πνεῦμα ζωτικόν. (Septuagint, Liber Sapientiae 15:11)
  • τινὲσ δὲ καὶ τὸ παρ’ Ὁμήρῳ ’ζωρότερον δὲ κέραιρε οὐκ ἄκρατον σημαίνειν φασίν, ἀλλὰ θερμόν, ἀπὸ τοῦ ζωτικοῦ καὶ τῆσ ζέσεωσ; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 226)
  • "χρόνῳ δὲ κἀκείνασ κατεδέξατο εἰσ αὑτὴν ἡ σελήνη καὶ κατεκόσμησεν, εἶτα τὸν νοῦν αὖθισ ἐπισπείραντοσ τοῦ ἡλίου τῷ ζωτικῷ δεχομένη νέασ ποιεῖ ψυχάσ· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 3027)
  • ἐπεὶ δὲ τάδε ἐξήντλησε ἡ νοῦσοσ, καὶ ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τὴν ἀχλὺνἕλε, ὁρέουσι τά τε ἐν τῷ ἠέρι, καὶ γυμνῇ τῇ ψυχῇ γίγνονται μάντιεσ ἀτρεκέεσ· οἱ δὲ ἐσ τοσόνδε λεπτότητοσ ὑγρῶν καὶ τῆσ γνώμησ ἀφιγμένοι οὐ μάλα τοι περιγίγνονται, ἐξηερωμ ένησ ἤδη τῆσ ζωτικῆσ δυνάμιοσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 120)
  • ὃ δὲ μάλιστα ψυχαγωγεῖ διὰ τῆσ ὄψεωσ τοὺσ ἀνθρώπουσ, τὸ ζωτικὸν φαίνεσθαι, πῶσ τοῦτο ἐνεργάζῃ τοῖσ ἀνδριᾶσιν; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 10 8:2)

Synonyms

  1. full of life

  2. true to life

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION