ἀποβλέπω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: apoblepō
고전 발음: [아뽀블레뽀:]
신약 발음: [아뽀블래뽀]
기본형:
ἀποβλέπω
형태분석:
ἀπο
(접두사)
+
βλέπ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 뒤돌아 보다, 둘러보다
- to look away from, to look or gaze steadfastly
- to look to, pay attention or regard
- to look upon
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- φημὶ γὰρ οὖν καὶ γυναιξὶ καλαῖς οὐχ ὅπως συλλαμβάνειν ἐς τὸ εὐμορφότερον, ἀλλὰ καὶ ἐναντιοῦσθαι τὸν κόσμον τὸν πολύν, ὁπόταν τῶν ἐντυγχανόντων ἕκαστος ὑπὸ τοῦ χρυσοῦ καὶ τῶν λίθων τῶν πολυτελῶν ἐκπλαγεὶς ἀντὶ τοῦ ἐπαινεῖν ἢ χρόαν ἢ βλέμμα ἢ δειρὴν ἢ πῆχυν ἢ δάκτυλον, ὁ δὲ ταῦτ ἀφεὶς ἐς τὴν σαρδὼ ἢ τὸν σμάραγδον ἢ τὸν ὁρ´μον ἢ τὸ ψέλιον ἀποβλέπῃ, ὥστε ἄχθοιτο ἂν εἰκότως παρορωμένη διὰ τὸν κόσμον, οὐκ ἀγόντων σχολὴν ἐπαινεῖν αὐτὴν τῶν θεατῶν, ἀλλὰ πάρεργον αὐτῆς ποιουμένων τὴν θέαν. (Lucian, De Domo, (no name) 15:4)
(루키아노스, De Domo, (no name) 15:4)
- φιλοσοφία δὲ καὶ μακρῷ τῷ χρόνῳ ἀνέφικτος, ἢν μὴ πάνυ τις ἐγρηγορότως ἀτενὲς ἀεὶ καὶ γοργὸν ἀποβλέπῃ ἐς αὐτήν, καὶ τὸ κινδύνευμα οὐ περὶ μικρῶν, ἢ ἄθλιον εἶναι ἐν τῷ πολλῷ τῶν ἰδιωτῶν συρφετῷ παραπολόμενον ἢ εὐδαιμονῆσαι φιλοσοφήσαντα. (Lucian, 3:3)
(루키아노스, 3:3)
- κατὰ λέξιν δὲ γίνεται βραχύτης καὶ συντομία, ὅταν τις μὴ ταῖς παραφραστικαῖς τῶν λέξεων, ἀλλὰ ταῖς εὐθείαις χρῆται, ὅταν μὴ ἐπαγωνίζηται τῇ λέξει τὰ ἰσοδυναμοῦντα παρατιθείς, ἀλλὰ δηλώσας τὸ πρᾶγμα τῇ σημαινούσῃ λέξει εὐθὺς ἀπαλλαγῇ καὶ ἐν ὀλίγῳ, καὶ ὅταν τις μὴ φιλοτιμῆται πρὸς τὴν λέξιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰ πράγματα ἀποβλέπῃ. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 3:1)
(아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 3:1)
- ὅτου δ ἄν παμπληθεῖς μὲν ὑπακούωσι πόλεις, πάμπολλα δὲ ἔθνη κυβερνᾶται διὰ τῆς γνώμης, ἀνήριθμα δὲ φῦλα ἀνθρώπων καὶ ἄμικτα ἀλλήλοις ἀποβλέπῃ πρὸς τὴν φρόνησιν, πάντων οὗτος ἀνθρώπων γίγνεται σωτὴρ καὶ φύλαξ, ἄνπερ ᾖ τοιοῦτος. (Dio, Chrysostom, Orationes, 7:2)
(디오, 크리소토모스, 연설, 7:2)
- οὐδ ἡγήσω μισθοφόροις τισὶ καὶ ξένοις ὡς ἀληθῶς αὐτοὺς προσεοικέναι δόξειν, οὐδ ἐν Καρῶν σχήματι καὶ μοίρᾳ θρέψεσθαι, πολλὰ πράγματ ἔχοντας, ὀλίγου καὶ ταῦτα μισθοῦ, ἀλλ ἱκανὴν αὐτοῖς ἡγεῖ φιλοτιμίαν, ἐὰν τὴν χώραν σώζειν ἐπίστωνται καὶ ἡ πόλις ἅπασα πρὸς αὐτοὺς ἀποβλέπῃ. (Aristides, Aelius, Orationes, 39:5)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 39:5)
유의어
-
to look away from
-
뒤돌아 보다
- ἀποσκοπέω (여기다, 존경하다, 뒤돌아 보다)
- ἐπιβλέπω (to look upon, look attentively)
- ὁράω (돌보다, 주의를 기울이다, 신경쓰다)
- ἀλογέω (to pay no regard to, to be disregardful of)
-
to look upon
- ἐνοράω (to look at or upon)
- εἰσδέρκομαι (to look at or upon)
- εἰσβλέπω (바라보다, 보다, 쳐다보다)
- προσβλέπω (to look at or upon)
- προσεῖδον (to look at or upon)
- προτιόσσομαι (to look at or upon)
- καταδέρκομαι (얕보다, 우습게 보다)
- καθοράω (얕보다, 우습게 보다)
- ἐπιβλέπω (to look upon, look attentively)
- ἐπιδέρκομαι (바라보다, 인지하다, 발견하다)
- ἐπεῖδον (바라보다, 인지하다, 발견하다)
- ὑπεροράω (간과하다, 살피다, 조사하다)
- λεύσσω (바라보다, 보다, 응시하다)
- προσλεύσσω (to look on or at)
- σκοπέω (찾다, 구하다)
- ἀναδέρκομαι (to look up)
- ἀνοράω (to look up)
- ἀναβλέπω (올려다 보다, 쳐다보다)
- βλέπω (바라보다)
- εἶδον (바라보다, 보다, 쳐다보다)
- ἐπιτηρέω (찾다, 감시하다)
- εἶδον (바라보다, 보다, 응시하다)
- εἰσανεῖδον (to look up to)
- ὑπερφρονέω (경멸하다, 깔보다, 얕보다)
- ἐπιγιγνώσκω (관찰하다, 살피다, 알아차리다)
- λάω (보다, 바라보다, 인지하다)
- ἐπιβαίνω (to go upon)
- ἔπειμι (~에 앉다, 안으로 던지다)
- προσγελάω (미소짓다, 웃다, 안으로 던지다)
파생어
- ἀναβλέπω (찾아보다, 올려다 보다, 쳐다보다)
- βλέπω (바라보다, 보다, 의식하다)
- διαβλέπω (to look straight before one)
- εἰσβλέπω (바라보다, 보다, 쳐다보다)
- ἐμβλέπω (바라보다, 보다, 쳐다보다)
- ἐπιβλέπω (관찰하다, 살피다, 알아차리다)
- καταβλέπω (to look down at)
- παραβλέπω (to look aside, take a side look, to look suspiciously)
- περιβλέπω ( , , )
- προβλέπω (예견하다, 식별하다)
- προσβλέπω (여기다, 존경하다)
- προσεμβλέπω (to look into besides)
- ὑποβλέπω (던지다, 안으로 던지다, ~주변을 돌아다니다)