헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποβλέπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποβλέπω

형태분석: ἀπο (접두사) + βλέπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뒤돌아 보다, 둘러보다
  1. to look away from, to look or gaze steadfastly
  2. to look to, pay attention or regard
  3. to look upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποβλέπω

ἀποβλέπεις

ἀποβλέπει

쌍수 ἀποβλέπετον

ἀποβλέπετον

복수 ἀποβλέπομεν

ἀποβλέπετε

ἀποβλέπουσιν*

접속법단수 ἀποβλέπω

ἀποβλέπῃς

ἀποβλέπῃ

쌍수 ἀποβλέπητον

ἀποβλέπητον

복수 ἀποβλέπωμεν

ἀποβλέπητε

ἀποβλέπωσιν*

기원법단수 ἀποβλέποιμι

ἀποβλέποις

ἀποβλέποι

쌍수 ἀποβλέποιτον

ἀποβλεποίτην

복수 ἀποβλέποιμεν

ἀποβλέποιτε

ἀποβλέποιεν

명령법단수 ἀποβλέπε

ἀποβλεπέτω

쌍수 ἀποβλέπετον

ἀποβλεπέτων

복수 ἀποβλέπετε

ἀποβλεπόντων, ἀποβλεπέτωσαν

부정사 ἀποβλέπειν

분사 남성여성중성
ἀποβλεπων

ἀποβλεποντος

ἀποβλεπουσα

ἀποβλεπουσης

ἀποβλεπον

ἀποβλεποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποβλέπομαι

ἀποβλέπει, ἀποβλέπῃ

ἀποβλέπεται

쌍수 ἀποβλέπεσθον

ἀποβλέπεσθον

복수 ἀποβλεπόμεθα

ἀποβλέπεσθε

ἀποβλέπονται

접속법단수 ἀποβλέπωμαι

ἀποβλέπῃ

ἀποβλέπηται

쌍수 ἀποβλέπησθον

ἀποβλέπησθον

복수 ἀποβλεπώμεθα

ἀποβλέπησθε

ἀποβλέπωνται

기원법단수 ἀποβλεποίμην

ἀποβλέποιο

ἀποβλέποιτο

쌍수 ἀποβλέποισθον

ἀποβλεποίσθην

복수 ἀποβλεποίμεθα

ἀποβλέποισθε

ἀποβλέποιντο

명령법단수 ἀποβλέπου

ἀποβλεπέσθω

쌍수 ἀποβλέπεσθον

ἀποβλεπέσθων

복수 ἀποβλέπεσθε

ἀποβλεπέσθων, ἀποβλεπέσθωσαν

부정사 ἀποβλέπεσθαι

분사 남성여성중성
ἀποβλεπομενος

ἀποβλεπομενου

ἀποβλεπομενη

ἀποβλεπομενης

ἀποβλεπομενον

ἀποβλεπομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ’, ὦ ἄριστε, οὐκ εἰσ ψιλὰ τὰ διδόμενα ἡμεῖσ ἀποβλέπομεν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 10:1)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 10:1)

  • μήποτε οὐκ αἰσθανόμεθα τοῦ μεγέθουσ αὐτοῦ οὐδὲ φανταζόμεθα κατ’ ἀξίαν τὸν χαρακτῆρα τὸν Διογένουσ, ἀλλ’ εἰσ τοὺσ νῦν ἀποβλέπομεν, τοὺσ τραπεζῆασ πυλαωρούσ, οἳ οὐδὲν μιμοῦνται ἐκείνουσ ἢ εἴ [ὅ]τι ἄρα πόρδωνεσ γίνονται, ἄλλο δ’ οὐδέν; (Epictetus, Works, book 3, 80:1)

    (에픽테토스, Works, book 3, 80:1)

유의어

  1. to look away from

  2. 뒤돌아 보다

  3. to look upon

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION