- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνήρ?

3군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: anēr 고전 발음: [아네:] 신약 발음: [아네]

기본형: ἀνήρ ανδρός

형태분석: ἀνερ (어간)

어원: Root ΑΝΕΡ

  1. 남자
  2. 남편
  1. man (adult male)
  2. husband

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀνήρ

남자가

ἄνδρε

남자들이

ἄνδρες

남자들이

속격 ἀνδρός

남자의

ἀνδροίν

남자들의

ἀνδρών

남자들의

여격 ἀνδρί

남자에게

ἀνδροίν

남자들에게

ἀνδράσι

남자들에게

대격 ἄνδρα

남자를

ἄνδρε

남자들을

ἄνδρας

남자들을

호격 ἄνερ

남자야

ἄνδρε

남자들아

ἄνδρες

남자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε. καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον. (Septuagint, Liber Genesis 3:6)

    (70인역 성경, 창세기 3:6)

  • καὶ λαβοῦσα Σάρα ἡ γυνὴ Ἅβραμ Ἄγαρ τὴν Αἰγυπτίαν τὴν ἑαυτῆς παιδίσκην, μετὰ δέκα ἔτη τοῦ οἰκῆσαι Ἅβραμ ἐν γῇ Χαναάν, ἔδωκεν αὐτὴν τῷ Ἅβραμ ἀνδρὶ αὐτῆς αὐτῷ γυναῖκα. (Septuagint, Liber Genesis 16:3)

    (70인역 성경, 창세기 16:3)

  • καὶ εἰσῆλθεν ὁ Θεὸς πρὸς Ἀβιμέλεχ ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα καὶ εἶπεν. ἰδοὺ σὺ ἀποθνήσκεις περὶ τῆς γυναικός, ἧς ἔλαβες, αὕτη δέ ἐστι συνῳκηυῖα ἀνδρί. (Septuagint, Liber Genesis 20:3)

    (70인역 성경, 창세기 20:3)

  • εἶπε δὲ αὐτῷ Λάβαν. βέλτιον δοῦναί με αὐτήν σοι, ἢ δοῦναί με αὐτὴν ἀνδρὶ ἑτέρῳ. οἴκησον μετ᾿ ἐμοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 29:19)

    (70인역 성경, 창세기 29:19)

  • καὶ εἶπε Λεία. δέδωκέ μοι ὁ Θεὸς τὸν μισθόν μου, ἀνθ᾿ οὗ ἔδωκα τὴν παιδίσκην μου τῷ ἀνδρί μου. καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰσσάχαρ, ὅ ἐστι μισθός. (Septuagint, Liber Genesis 30:18)

    (70인역 성경, 창세기 30:18)

유의어

  1. 남자

  2. 남편

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION