헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἡμιάνθρωπος

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἡμιάνθρωπος

  1. a half-man

예문

  • ὁ γάρ τοι γενναιότατοσ οὗτοσ Διόνυσοσ ἡμιάνθρωποσ ὤν, οὐδὲ Ἕλλην μητρόθεν ἀλλὰ Συροφοίνικόσ τινοσ ἐμπόρου τοῦ Κάδμου θυγατριδοῦσ, ἐπείπερ ἠξιώθη τῆσ ἀθανασίασ, οἱο͂σ μὲν αὐτόσ ἐστιν οὐ λέγω, οὔτε τὴν μίτραν οὔτε τὴν μέθην οὔτε τὸ βάδισμα· (Lucian, Deorum concilium, (no name) 4:2)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 4:2)

유의어

  1. a half-man

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION