Ancient Greek-English Dictionary Language

σκληρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σκληρός

Structure: σκληρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ske/llw

Sense

  1. hard
  2. harsh

Examples

  • καὶ ὁ κόραξ ἱέρακοσ σκληρότεροσ, οὐρανοσκόποσ δὲ καὶ ὁ ἁγνὸσ καλούμενοσ ἢ καὶ καλλιώνυμοσ βαρεῖσ, βῶξ δὲ ἑφθὸσ εὔπεπτοσ, εὐανάδοτοσ, ὑγρὸν ἀνιείσ, εὐκοίλιοσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 52 2:7)
  • ἀναλογῶν μέντοι ὁ χελιδονίασ τῇ πηλαμύδι σκληρότερόσ ἐστιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 53 4:3)
  • εἰ δὲ ἀπὸ ὀνόματοσ ἤρξατο αὐτῷ λόγοσ ἀποφαντικοῦ, οἱο͂ν δοκεῖ δ’ ἔμοιγε, σκληρότεροσ ἂν ἐγένετο ὁ λόγοσ καὶ μᾶλλον Κριτίου ἔδοξεν ἂν εἶναι ἤ τινοσ τῶν τοιούτων. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , chapter 2 8:3)
  • εἰ δέ τισ οἴκτου σκληρότεροσ εἰή δικαστήσ, τὰ μὲν πράγματα τῇ ἱστορίᾳ προσκρινέτω, τὰσ δ’ ὀλοφύρσεισ τῷ γράφοντι. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 17:3)
  • σκληρότεροσ δ’ ὁ Θηβαϊκόσ, ἀλλὰ τῇ γεύσει εὐστομώτεροσ. (Strabo, Geography, book 17, chapter 1 101:4)

Synonyms

  1. hard

  2. harsh

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION