σημαίνω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
σημαίνω
σημανῶ
ἐσήμηνα
σεσήμαγκα
σεσήμασμαι
ἐσημάνθην
Structure:
σημαίν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I show, point out, indicate
- I sign, signal
- Ι predict, portend
- (later prose) I appear
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἑπτὰ ἱερεῖσ ἔχοντεσ ἑπτὰ σάλπιγγασ ἱερὰσ παρελθέτωσαν ὡσαύτωσ ἐναντίον τοῦ Κυρίου καὶ σημαινέτωσαν εὐτόνωσ, καὶ ἡ κιβωτὸσ τῆσ διαθήκησ Κυρίου ἐπακολουθείτω. (Septuagint, Liber Iosue 6:8)
- καὶ ἰδοὺ μεθ’ ἡμῶν ἐν ἀρχῇ Κύριοσ καὶ οἱ ἱερεῖσ αὐτοῦ καὶ αἱ σάλπιγγεσ τῆσ σημασίασ τοῦ σημαίνειν ἐφ’ ἡμᾶσ. οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰσραὴλ μὴ πολεμήσητε πρὸσ Κύριον Θεὸν τῶν πατέρων ἡμῶν, ὅτι οὐκ εὐοδώσεται ὑμῖν. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 13:12)
- ὁ δ̓ αὐτὸσ ἐννεύει ὀφθαλμῷ, σημαίνει δὲ ποδί, διδάσκει δὲ ἐννεύμασι δακτύλων. (Septuagint, Liber Proverbiorum 6:17)
- ἐκδηλότατα δὲ αὐτοῦ καὶ χαρακτηρικώτατά ἐστι τό τε πειρᾶσθαι δι’ ἐλαχίστων ὀνομάτων πλεῖστα σημαίνειν πράγματα καὶ πολλὰ συντιθέναι νοήματα εἰσ ἓν καὶ τὸ ἔτι προσδεχόμενόν τι τὸν ἀκροατὴν ἀκούσεσθαι καταλιπεῖν, ὑφ’ ὧν ἀσαφὲσ γίνεται τὸ βραχύ. (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 2 3:4)
- ὁ δὲ ποταμὸσ ἑκάστου ἔτεοσ αἱμάσσεται καὶ τὴν χροιὴν ὀλέσασ ἐσπίπτει ἐσ τὴν θάλασσαν καὶ φοινίσσει τὸ πολλὸν τοῦ πελάγεοσ καὶ σημαίνει τοῖσ Βυβλίοισ τὰ πένθεα. (Lucian, De Syria dea, (no name) 8:4)
- τἄλλα δ’ οὐ λέγουσ’, ὅμωσ τοῖσ τὰ πλείον’ εἰδόσιν θεοῖσ σοί τε σημαίνω, θεά. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, trochees 1:2)
- τότ’ ἦν ἃ νῦν σοι φανερὰ σημαίνω κακά. (Euripides, Ion, episode, lyric 3:22)
- Ἀγαμέμνονοσ γυναικὶ σημαίνω τορῶσ εὐνῆσ ἐπαντείλασαν ὡσ τάχοσ δόμοισ ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν, εἴπερ Ἰλίου πόλισ ἑάλωκεν, ὡσ ὁ φρυκτὸσ ἀγγέλλων πρέπει· (Aeschylus, Agamemnon, episode 4:1)
Synonyms
-
I show
-
I sign
-
I appear
Derived
- ἀποσημαίνω (to give notice by signs, give notice, to give a sign)
- διασημαίνω (to mark out, point out clearly, to beckon)
- ἐκσημαίνω (to disclose, indicate)
- ἐναποσημαίνω (to indicate or point out in)
- ἐπισημαίνω (to set a mark upon, to have a mark set on one, to indicate)
- κατασημαίνω (to seal up, to have, sealed up)
- προσημαίνω (to presignify, foretell, announce)
- προσσημαίνω (to connote)
- συσσημαίνομαι (to join in singing)
- ὑποσημαίνω (to give secret signs of, to indicate or intimate, to make signal)