ἐπισημαίνω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐπισημαίνω
ἐπισημανῶ
Structure:
ἐπι
(Prefix)
+
σημαίν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to set a mark upon, to have a mark set on one
- to indicate
- to mark for oneself, signify, indicate
- to set one's seal to, approve
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τὸ δ̓ οὖν κεφάλαιον αὐτοῖσ τοῦτο ἦν, καὶ πάντεσ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ ἐπεσημαίνοντο, τὴν γνώμην τῶν συγγραμμάτων ξένην οὖσαν καὶ πολὺν ἐν αὐτῇ τὸν νεωτερισμόν. (Lucian, Zeuxis 2:2)
- τοὺσ πολεμίουσ, καὶ μετὰ μικρὸν αἵ τε σάλπιγγεσ ἐπεσήμαινον, ἥ τε πόλισ ἐξανίστατο πρὸσ τὰ γινόμενα, πλήρεισ τε ἦσαν οἵ στενωποὶ διαθεόντων, καὶ φῶτα πολλὰ, τὰ μὲν κάτωθεν ἤδη, τὰ δὲ ἄνωθεν ἀπὸ τῆσ ἄκρασ περιέλαμπε, καὶ κραυγὴ συνερρήγνυτο πανταχόθεν ἄσημοσ. (Plutarch, Aratus, chapter 21 5:1)
- ἐπισημαίνει γὰρ ὅτι εἰσ πονηρὰν ψυχὴν ἀστεῖον λόγον ἐμβάλλειν οὐ προσῆκεν· (Plutarch, De liberis educandis, section 17 6:2)
- καὶ τῆσ γε περὶ τὰσ ἀπόρουσ καὶ ἀρρήτουσ λεγομένασ ἐν γεωμετρίᾳ μεθόδουσ πραγματείασ πρόσ τινα τῶν ἀναξίων ἐκδοθείσησ, ἔφασαν ἐπισημαίνειν τὸ δαιμόνιον μεγάλῳ τινὶ καὶ κοινῷ κακῷ τὴν γεγενημένην παρανομίαν καὶ ἀσέβειαν ἐπεξερχόμενον. (Plutarch, Numa, chapter 22 3:2)
- τῷ μὲν γὰρ χρησίμῳ τὸ βούλεσθαι τὰ κείνῳ ἀγαθὰ καὶ τῷ εὖ ποιήσαντι καὶ τῷ ὁποῖοσ δεῖ οὐ γὰρ ἐπισημαίνει οὗτοσ ὁ ὁρισμὸσ τῆσ φιλίασ, ἄλλῳ δὲ τὸ εἶναι καὶ ἄλλῳ τὸ συζῆν, τῷ δὲ καθ’ ἡδονὴν τὸ συναλγεῖν καὶ συγχαίρειν· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 219:2)
Synonyms
-
to set a mark upon
-
to indicate
-
to set one's seal to
Derived
- ἀποσημαίνω (to give notice by signs, give notice, to give a sign)
- διασημαίνω (to mark out, point out clearly, to beckon)
- ἐκσημαίνω (to disclose, indicate)
- ἐναποσημαίνω (to indicate or point out in)
- κατασημαίνω (to seal up, to have, sealed up)
- προσημαίνω (to presignify, foretell, announce)
- προσσημαίνω (to connote)
- σημαίνω (I show, point out, indicate)
- συσσημαίνομαι (to join in singing)
- ὑποσημαίνω (to give secret signs of, to indicate or intimate, to make signal)