διασημαίνω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διασημαίνω
διασημανῶ
Structure:
δια
(Prefix)
+
σημαίν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to mark out, point out clearly
- to beckon
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ προσβαίνοντεσ ἅμα φωνῇ διεσήμαινον ἑαυτούσ, ἐπιθαρρύνοντεσ τοὺσ φίλουσ· (Plutarch, Aratus, chapter 22 5:1)
- ἐν τούτοισ λείπει τὸ ὖ στοιχεῖον, ἐπεὶ πάντεσ οἱ ἀρχαῖοι τῷ οὖ ἀπεχρῶντο οὐ μόνον ἐφ’ ἧσ νῦν τάττεται δυνάμεωσ, ἀλλὰ καὶ ὅτε τὴν δίφθογγον διασημαίνει διὰ τοῦ οὖ μόνου γράφουσι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 30 2:2)
- ἄλλαι δ’ ἄνωθεν ἐν ἄκρῳ τοῦ περιέχοντοσ ὀφθῆναί τε φαιδραὶ καὶ πρὸσ ἀλλήλασ ὑπ’ εὐμενείασ θαμὰ πελάζουσαι τὰσ δὲ θορυβώδεισ ἐκείνασ ἐκτρεπόμεναι, διεσήμαινον ὡσ ἐοίκε συστολῇ μὲν εἰσ ἑαυτὰσ τὸ δυσχεραῖνον, ἐκπετάσει δὲ καὶ διαχύσει τὸ χαῖρον καὶ προσιέμενον. (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 22 18:1)
- ταχὺ δὲ τοῦ χρόνου προϊόντοσ ὑπὸ τῶν πραγμάτων ἐγειρόμενοσ διεσήμαινε καὶ τοῖσ πολλοῖσ ἀπάθειαν μὲν οὖσαν τὴν δοκοῦσαν ἀπραγίαν, εὐβουλίαν δὲ τὴν εὐλάβειαν, τὸ δὲ πρὸσ μηδὲν ὀξὺ μηδ’ εὐκίνητον ἐν πᾶσι μόνιμον καὶ βέβαιον, ὁρῶν δὲ καὶ τῆσ πολιτείασ τὸ μέγεθοσ καὶ τῶν πολέμων τὸ πλῆθοσ, ἤσκει τὸ μὲν σῶμα πρὸσ τοὺσ πολέμουσ, ὥσπερ ὅπλον σύμφυτον, τὸν δὲ λόγον ὄργανον πειθοῦσ πρὸσ τὸν δῆμον, εὖ μάλα πρεπόντωσ τῷ βίῳ κατακεκοσμημένον. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 1 4:1)
- ἔχων ἢδη βούληται συναγαγεῖν τὸ στόμα καὶ κλεῖσαι, προκλίνει τὴν σιαγόνα καὶ διασημαίνει καὶ οὐ πρότερον καθίησιν ἢ συναισθανόμενον ἐκπτῆναι τὸν τροχίλον. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 31 5:1)
Synonyms
-
to mark out
-
to beckon
- νεύω (to nod or beckon, to beckon)
Derived
- ἀποσημαίνω (to give notice by signs, give notice, to give a sign)
- ἐκσημαίνω (to disclose, indicate)
- ἐναποσημαίνω (to indicate or point out in)
- ἐπισημαίνω (to set a mark upon, to have a mark set on one, to indicate)
- κατασημαίνω (to seal up, to have, sealed up)
- προσημαίνω (to presignify, foretell, announce)
- προσσημαίνω (to connote)
- σημαίνω (I show, point out, indicate)
- συσσημαίνομαι (to join in singing)
- ὑποσημαίνω (to give secret signs of, to indicate or intimate, to make signal)