Ancient Greek-English Dictionary Language

πτερόν

Second declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πτερόν πτεροῦ

Structure: πτερ (Stem) + ον (Ending)

Etym.: pte/sqai

Sense

  1. feather
  2. wing
  3. Any winged creature
  4. Any wing-like object

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὁ δὲ ταὼσ ἦροσ ἀρχομένου πρὸσ λειμῶνὰ τινα ἐλθών, ὁπότε καὶ τὰ ἄνθη πρόεισιν οὐ ποθεινότερα μόνον, ἀλλὰ καὶ ὡσ ἂν εἴποι τισ ἀνθηρότερα καὶ τὰσ βαφὰσ καθαρώτερα, τότε καὶ οὗτοσ ἐκπετάσασ τὰ πτερὰ καὶ ἀναδείξασ τῷ ἡλίῳ καὶ τὴν οὐρὰν ἐπάρασ καὶ πάντοθεν αὑτῷ περιστήσασ ἐπιδείκνυται τὰ ἄνθη τὰ αὑτοῦ καὶ τὸ ἐάρ τῶν πτερῶν ὥσπερ αὐτὸν προκαλοῦντοσ τοῦ λειμῶνοσ ἐσ τὴν ἅμιλλαν· (Lucian, De Domo, (no name) 11:1)
  • ἡ δὲ πτῆσισ οὔτε κατὰ τὰσ νυκτερίδασ εἰρεσίᾳ συνεχεῖ τῶν πτερῶν οὔτε κατὰ τὰσ ἀκρίδασ μετὰ πηδήματοσ οὔτε ὡσ οἱ σφῆκεσ μετὰ ῥοιζήματοσ, ἀλλ’ εὐκαμπὴσ πρὸσ ὅ τι ἂν μέροσ ὁρμήσῃ τοῦ ἀέροσ· (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 2:1)
  • τοιγαροῦν ὥσπερ ι Ἴκαροσ, τακέντοσ αὐτοῖσ τάχιστα τοῦ κηροῦ καὶ τῶν πτερῶν περιρρυέντων, γέλωτα ὀφλισκάνουσιν ἐπὶ κεφαλὴν εἰσ πελάγη καὶ κλύδωνα ἐμπίπτοντεσ· (Lucian, Imagines, (no name) 21:7)
  • τὸ Δαιδάλειον γὰρ ἐκεῖνο σόφισμα τῶν πτερῶν καὶ αὐτὸσ ἐμηχανησάμην. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 2:14)
  • "ἐτύγχανεν δὲ ὁ λόγοσ αὐτῷ κατὰ τὸν Αἰσώπου κολοιὸν συμφορητὸσ ὢν ἐκ ποικίλων ἀλλοτρίων πτερῶν. (Lucian, Pseudologista, (no name) 5:3)

Synonyms

  1. feather

  2. wing

  3. Any winged creature

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION