πτερόν
Second declension Noun; Neuter
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πτερόν
πτεροῦ
Structure:
πτερ
(Stem)
+
ον
(Ending)
Sense
- feather
- wing
- Any winged creature
- Any wing-like object
Declension
Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὁ δὲ ταὼσ ἦροσ ἀρχομένου πρὸσ λειμῶνὰ τινα ἐλθών, ὁπότε καὶ τὰ ἄνθη πρόεισιν οὐ ποθεινότερα μόνον, ἀλλὰ καὶ ὡσ ἂν εἴποι τισ ἀνθηρότερα καὶ τὰσ βαφὰσ καθαρώτερα, τότε καὶ οὗτοσ ἐκπετάσασ τὰ πτερὰ καὶ ἀναδείξασ τῷ ἡλίῳ καὶ τὴν οὐρὰν ἐπάρασ καὶ πάντοθεν αὑτῷ περιστήσασ ἐπιδείκνυται τὰ ἄνθη τὰ αὑτοῦ καὶ τὸ ἐάρ τῶν πτερῶν ὥσπερ αὐτὸν προκαλοῦντοσ τοῦ λειμῶνοσ ἐσ τὴν ἅμιλλαν· (Lucian, De Domo, (no name) 11:1)
- ἡ δὲ πτῆσισ οὔτε κατὰ τὰσ νυκτερίδασ εἰρεσίᾳ συνεχεῖ τῶν πτερῶν οὔτε κατὰ τὰσ ἀκρίδασ μετὰ πηδήματοσ οὔτε ὡσ οἱ σφῆκεσ μετὰ ῥοιζήματοσ, ἀλλ’ εὐκαμπὴσ πρὸσ ὅ τι ἂν μέροσ ὁρμήσῃ τοῦ ἀέροσ· (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 2:1)
- τοιγαροῦν ὥσπερ ι Ἴκαροσ, τακέντοσ αὐτοῖσ τάχιστα τοῦ κηροῦ καὶ τῶν πτερῶν περιρρυέντων, γέλωτα ὀφλισκάνουσιν ἐπὶ κεφαλὴν εἰσ πελάγη καὶ κλύδωνα ἐμπίπτοντεσ· (Lucian, Imagines, (no name) 21:7)
- τὸ Δαιδάλειον γὰρ ἐκεῖνο σόφισμα τῶν πτερῶν καὶ αὐτὸσ ἐμηχανησάμην. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 2:14)
- "ἐτύγχανεν δὲ ὁ λόγοσ αὐτῷ κατὰ τὸν Αἰσώπου κολοιὸν συμφορητὸσ ὢν ἐκ ποικίλων ἀλλοτρίων πτερῶν. (Lucian, Pseudologista, (no name) 5:3)
Synonyms
-
feather
-
wing
-
Any winged creature