Ancient Greek-English Dictionary Language

πηλίκος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πηλίκος πηλίκη πηλίκον

Structure: πηλικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: interrog. of thli/kos, h(li/kos

Sense

  1. how great or large?
  2. of what age, of a certain age

Examples

  • ὁρᾶτε δ’, ἀφ’ ὧν οὗτοσ εὐδοκιμεῖ πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα. (Demosthenes, Speeches 11-20, 432:1)
  • εἰ δέ τισ, ὅσα ἔδρασαν ἡμᾶσ, ἀκριβῶσ ἐκλογίζεται, αὐτὸ μάλιστά ἐστι τοῦτο τῆσ τύχησ τὸ φοβερώτατον, εἰ περὶ μόνησ ἄρτι σωτηρίασ παρακαλοῦσιν οἱ πόσα καὶ πηλίκα δεδυνημένοι δρᾶσαι καὶ οὐ πρὸ πολλοῦ περί τε Σικελίασ καὶ Ἰβηρίασ καλῶσ ἀγωνισάμενοι. (Appian, The Foreign Wars, chapter 9 3:7)
  • τὰ δὲ ἦν πόσα καὶ πηλίκα; (Appian, The Civil Wars, book 3, chapter 5 4:9)
  • ἐκ τούτων ἄν τισ κατανοήσειεν, ὅσα καὶ πηλίκα τολμῶσιν ἄνθρωποι πλεονεξίασ ἕνεκα καὶ ἀρχῆσ καὶ τοῦ μηδενὶ τούτων παραχωρῆσαι· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 7 43:1)
  • ὁμοίωσ δὲ καὶ περὶ τοῦ πόσα καὶ πηλίκα συμβάλλεσθαι πέφυκε τοῖσ φιλομαθοῦσιν ὁ τῆσ πραγματικῆσ ἱστορίασ τρόποσ. (Polybius, Histories, book 1, chapter 2 8:2)

Synonyms

  1. how great or large?

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION