헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιτρέχω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιτρέχω περιθρέξω

형태분석: περι (접두사) + τρέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. I run about.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιτρέχω

περιτρέχεις

περιτρέχει

쌍수 περιτρέχετον

περιτρέχετον

복수 περιτρέχομεν

περιτρέχετε

περιτρέχουσιν*

접속법단수 περιτρέχω

περιτρέχῃς

περιτρέχῃ

쌍수 περιτρέχητον

περιτρέχητον

복수 περιτρέχωμεν

περιτρέχητε

περιτρέχωσιν*

기원법단수 περιτρέχοιμι

περιτρέχοις

περιτρέχοι

쌍수 περιτρέχοιτον

περιτρεχοίτην

복수 περιτρέχοιμεν

περιτρέχοιτε

περιτρέχοιεν

명령법단수 περιτρέχε

περιτρεχέτω

쌍수 περιτρέχετον

περιτρεχέτων

복수 περιτρέχετε

περιτρεχόντων, περιτρεχέτωσαν

부정사 περιτρέχειν

분사 남성여성중성
περιτρεχων

περιτρεχοντος

περιτρεχουσα

περιτρεχουσης

περιτρεχον

περιτρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιτρέχομαι

περιτρέχει, περιτρέχῃ

περιτρέχεται

쌍수 περιτρέχεσθον

περιτρέχεσθον

복수 περιτρεχόμεθα

περιτρέχεσθε

περιτρέχονται

접속법단수 περιτρέχωμαι

περιτρέχῃ

περιτρέχηται

쌍수 περιτρέχησθον

περιτρέχησθον

복수 περιτρεχώμεθα

περιτρέχησθε

περιτρέχωνται

기원법단수 περιτρεχοίμην

περιτρέχοιο

περιτρέχοιτο

쌍수 περιτρέχοισθον

περιτρεχοίσθην

복수 περιτρεχοίμεθα

περιτρέχοισθε

περιτρέχοιντο

명령법단수 περιτρέχου

περιτρεχέσθω

쌍수 περιτρέχεσθον

περιτρεχέσθων

복수 περιτρέχεσθε

περιτρεχέσθων, περιτρεχέσθωσαν

부정사 περιτρέχεσθαι

분사 남성여성중성
περιτρεχομενος

περιτρεχομενου

περιτρεχομενη

περιτρεχομενης

περιτρεχομενον

περιτρεχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιθρέξω

περιθρέξεις

περιθρέξει

쌍수 περιθρέξετον

περιθρέξετον

복수 περιθρέξομεν

περιθρέξετε

περιθρέξουσιν*

기원법단수 περιθρέξοιμι

περιθρέξοις

περιθρέξοι

쌍수 περιθρέξοιτον

περιθρεξοίτην

복수 περιθρέξοιμεν

περιθρέξοιτε

περιθρέξοιεν

부정사 περιθρέξειν

분사 남성여성중성
περιθρεξων

περιθρεξοντος

περιθρεξουσα

περιθρεξουσης

περιθρεξον

περιθρεξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιθρέξομαι

περιθρέξει, περιθρέξῃ

περιθρέξεται

쌍수 περιθρέξεσθον

περιθρέξεσθον

복수 περιθρεξόμεθα

περιθρέξεσθε

περιθρέξονται

기원법단수 περιθρεξοίμην

περιθρέξοιο

περιθρέξοιτο

쌍수 περιθρέξοισθον

περιθρεξοίσθην

복수 περιθρεξοίμεθα

περιθρέξοισθε

περιθρέξοιντο

부정사 περιθρέξεσθαι

분사 남성여성중성
περιθρεξομενος

περιθρεξομενου

περιθρεξομενη

περιθρεξομενης

περιθρεξομενον

περιθρεξομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὔκουν περιθρέξει δῆτα τὴν λίμνην κύκλῳ; (Aristophanes, Frogs, Prologue 7:12)

    (아리스토파네스, Frogs, Prologue 7:12)

유의어

  1. I run about

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION