헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιίστημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιίστημι

형태분석: περι (접두사) + ί̔στᾱ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 가져오다, 법정에 세우다, 데리다, 되돌아 이끌다, 이끌어나오다
  2. 둘러싸다, 에워싸다, 포위하다, 두르다, 울타리를 치다
  3. 마주치다, 입장하다, 우연히 만나다
  4. 일어나다, 발생하다, 나다, 생기다, 닥치다, 입증하다, 나오다, 이루어지다
  1. to place round
  2. to bring round, to bring, round, to bring into
  3. to place round oneself
  4. to stand round about, rose around
  5. to stand round, encircle, surround, surround
  6. to come round, to come upon
  7. to come round, turn out, for the worse, was, reversed, it turned out, it came round
  8. to go round so as to avoid

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιῖστημι

περιῖστης

περιῖστησιν*

쌍수 περιίστατον

περιίστατον

복수 περιίσταμεν

περιίστατε

περιιστάᾱσιν*

접속법단수 περιίστω

περιίστῃς

περιίστῃ

쌍수 περιίστητον

περιίστητον

복수 περιίστωμεν

περιίστητε

περιίστωσιν*

기원법단수 περιισταῖην

περιισταῖης

περιισταῖη

쌍수 περιισταῖητον

περιισταίητην

복수 περιισταῖημεν

περιισταῖητε

περιισταῖησαν

명령법단수 περιῖστᾱ

περιιστάτω

쌍수 περιίστατον

περιιστάτων

복수 περιίστατε

περιιστάντων

부정사 περιιστάναι

분사 남성여성중성
περιιστᾱς

περιισταντος

περιιστᾱσα

περιιστᾱσης

περιισταν

περιισταντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιίσταμαι

περιίστασαι

περιίσταται

쌍수 περιίστασθον

περιίστασθον

복수 περιιστάμεθα

περιίστασθε

περιίστανται

접속법단수 περιίστωμαι

περιίστῃ

περιίστηται

쌍수 περιίστησθον

περιίστησθον

복수 περιιστώμεθα

περιίστησθε

περιίστωνται

기원법단수 περιισταῖμην

περιίσταιο

περιίσταιτο

쌍수 περιίσταισθον

περιισταῖσθην

복수 περιισταῖμεθα

περιίσταισθε

περιίσταιντο

명령법단수 περιίστασο

περιιστάσθω

쌍수 περιίστασθον

περιιστάσθων

복수 περιίστασθε

περιιστάσθων

부정사 περιίστασθαι

분사 남성여성중성
περιισταμενος

περιισταμενου

περιισταμενη

περιισταμενης

περιισταμενον

περιισταμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to place round

  2. 가져오다

  3. to place round oneself

  4. to stand round about

  5. 둘러싸다

  6. 마주치다

  7. 일어나다

  8. to go round so as to avoid

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION