ἐπανίστημι?
-μι 무어간모음 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: epanistēmi
고전 발음: [에빠니스떼:미]
신약 발음: [애빠니스떼미]
기본형:
ἐπανίστημι
ἐπαναστήσω
ἐπανέστησα
형태분석:
ἐπ
(접두사)
+
ἀν
(접두사)
+
ἵστα
(어간)
+
μι
(인칭어미)
뜻
- 떠오르다, 오르다, 뜨다, 올라가다, 부풀다, 솟다, ~주변을 돌아다니다
- to set up again
- to make to rise against
- to stand up after, at, word, to rise from bed, to rise, to be raised
- to rise up against, rise in insurrection against, to rise in insurrection
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ΚΥΡΙΕ, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; πολλοὶ ἐπανίστανται ἐπ᾿ ἐμέ. (Septuagint, Liber Psalmorum 3:2)
(70인역 성경, 시편 3:2)
- Ἐπὶ χλόης εὐθαλοῦς ἡ Κένταυρος αὕτη πεποίηται ὅλῃ μὲν τῇ ἵππῳ χαμαὶ κειμένη, καὶ ἀποτέτανται εἰς τοὐπίσω οἱ πόδες, τὸ δὲ γυναικεῖον ὅσον αὐτῆς ἠρέμα ἐπεγήγερται καὶ ἐπ᾿ ἀγκῶνός ἐστιν, οἱ δὲ πόδες οἱ ἔμπροσθεν οὐκέτι καὶ οὗτοι ἀποτάδην, οἱο῀ν ἐπὶ πλευρὰν κειμένης, ἀλλ᾿ ὁ μὲν ὀκλάζοντι ἐοίκεν ὢν καμπύλος ὑπεσταλμένῃ τῇ ὁπῇ, ὁ δὲ ἔμπαλιν ἐπανίσταται καὶ τοῦ ἐδάφους ἀντιλαμβάνεται, οἱοί῀ εἰσιν ἵπποι πειρώμενοι ἀναπηδᾶν. (Lucian, Zeuxis 7:1)
(루키아노스, Zeuxis 7:1)
- φθειρῶν τ ἀριθμὸν καὶ κωνώπων καὶ ψυλλῶν οὐδὲ λέγω σοι ὑπὸ τοῦ πλήθους, αἳ βομβοῦσαι περὶ τὴν κεφαλὴν ἀνιῶσιν, ἐπεγείρουσαι καὶ φράζουσαι, πεινήσεις, ἀλλ ἐπανίστω. (Aristophanes, Plutus, Agon, epirrheme 1:3)
(아리스토파네스, Plutus, Agon, epirrheme 1:3)
- προείρητο δὲ τοῖς ἐν τῇ ἐνέδρᾳ, ἐπειδὰν ἴδωσι^ παρεληλυθότας τοὺς πολεμίους, ἐπανίστασθαι: (Lucian, Verae Historiae, book 1 37:2)
(루키아노스, Verae Historiae, book 1 37:2)
- τρόπαια τροπαίοις ἐπανίσταται καὶ θριάμβοι θριάμβοις ἀπαντῶσι, καὶ τὸ πρῶτον αἷμα τῶν ὅπλων ἔτι θερμὸν ἀποκλύζεται τῷ δευτέρῳ καταλαμβανόμενον. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 11 2:1)
(플루타르코스, De fortuna Romanorum, section 11 2:1)
유의어
-
to set up again
-
to make to rise against
-
to rise up against
파생어
- ἀμφίστημι (주위에 서다, 주변에 서다)
- ἀνθίστημι (방해하다, 반대하다, 비교하다)
- ἀνίστημι (일으키다, 세우다, 깨어나다)
- ἀντανίστημι (to set up against, to rise up against)
- ἀντικαθίστημι (대신하다, 바꾸다, 되돌리다)
- ἀποκαθίστημι (회복시키다, 회복하다, 수리하다)
- ἀφίστημι (제거하다, 치우다, 빼앗다)
- διίστημι (나누다, 분할하다, 가르다)
- ἐγκαθίστημι (to place or establish in, to place as a garrison in, to be established in)
- ἐνίστημι (지다, 두다, 놓다)
- ἐξανίστημι (떠오르다, 명령하다, 오르다)
- ἐξίστημι (바꾸다, 변하다, 달라지다)
- ἐφίστημι (설립하다, 세우다, 설치하다)
- ἵστημι (지다, 서다, 심다)
- καθίστημι (멈추다, 정지시키다, 정지하다)
- μεθίστημι (바꾸다, 변하다, 달라지다)
- παρακαθίστημι (to station or establish beside)
- παρανίστημι (to set up beside, to stand up beside)
- παρίστημι (출석하다, 제공하다, 혼을 불어넣다)
- περιίστημι (가져오다, 법정에 세우다, 데리다)
- προίστημι (두다, 놓다, 놓이다)
- προκαθίστημι (to set before;, having been set beforehand)
- προσίστημι (앞장서다)
- προσκαθίστημι (to appoint besides)
- συγκαθίστημι (to bring into place together, to join in setting up, settling)
- συμπαρίστημι (돕다, 도와주다, 지원하다)
- συνανίστημι (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- συναφίστημι (to draw into revolt together, to fall off or revolt along with)
- συνεφίστημι (집중하다, 주의를 기울이다, 관찰하다)
- συνίστημι (얻다, 연합하다, 획득하다)
- ὑφίστημι (지지하다, 지탱하다, 받치다)